Το καθολικό lockdown στη Δυτική Αττική λόγω της επικίνδυνης έξαρσης της πανδημίας έρχεται να δώσει υπόσταση στις έντονες αντιδράσεις των υγειονομικών και ιδίως της ΟΕΝΓΕ που εξέφρασε με σφοδρότητα την αντίθεσή της στην πρόσφατη απόφαση του υπουργείου Υγείας να προχωρήσει σε αναγκαστικές μετακινήσεις γιατρών από νοσοκομεία της Αττικής σε νοσοκομεία της Βόρειας Ελλάδας για να αντιμετωπιστεί η πίεση που υφίσταται εκεί το δημόσιο σύστημα Υγείας.

Δεν περισσεύει κανείς

Η ΟΕΝΓΕ ζητούσε την άμεση ανάκληση των μετακινήσεων γιατρών και διεμήνυε ότι θα κάνει τα πάντα για να ματαιώσει αυτή την απόφαση του υπουργείου Υγείας καθώς όπως τόνιζε «κανένας γιατρός δεν περισσεύει από κανένα νοσοκομείο της Αθήνας και του Πειραιά».

Μάλιστα σε αυτό πλαίσιο η ΟΕΝΓΕ απαιτούσε να προσληφθούν εδώ και τώρα με κατεπείγουσες διαδικασίες, μόνο με έλεγχο των τυπικών προσόντων, όλοι οι γιατροί που έχουν βάλει υποψηφιότητα για τις 940 θέσεις που έχουν προκηρυχθεί.

Αιτία ήταν η απόφαση της 1ης και της 2ης Υγειονομικής Περιφέρειας ότι θα μετακινούνται συνολικά 8 γιατροί από τα νοσοκομεία της Αττικής (4 από την 1η και 4 από την 2η Υγειονομική Περιφέρεια) κάθε εβδομάδα και για 4 εβδομάδες για να καλύψουν ανάγκες των νοσοκομείων των Γιαννιτσών και της Κατερίνης.

Μάλιστα αυτή το υπουργείο Υγείας έλαβε αυτή την απόφαση την ώρα που τα νοσοκομεία και τα Κ.Υ του λεκανοπέδιου της Αττικής, σύμφωνα με την ΟΕΝΓΕ, «αγκομαχούν κάτω από το βάρος των τραγικών ελλείψεων» και «την ώρα που τα κρούσματα στη Δυτική Αττική με αποκλειστική ευθύνη της κυβέρνησης αυξάνονται επικίνδυνα, εξαιτίας του άθλιου συγκοινωνιακού δικτύου και της εργοδοτικής ασυδοσίας που ξεχαρβαλώνει τα υγειονομικά πρωτόκολλα».

Κάθε εβδομάδα 8 γιατροί

Το θέμα αυτό είχε ήδη γίνει γνωστό από τις αρχές Δεκεμβρίου όταν οι Υγειονομικές Περιφέρειες (ΥΠΕ) αναζητούσαν προσωπικό να μεταβεί στη Βόρεια Ελλάδα με κίνητρο διπλάσιο μισθό. Το θέμα είχε επιβεβαιώσει ο υπουργός Υγείας Βασίλης Κικίλιας ο οποίος είχε αναφέρει ότι θα μετέβαιναν στη Βόρεια Ελλάδα οκτώ γιατροί από το ΕΣΥ, πέντε παθολόγοι, δύο γενικοί γιατροί και ένας καρδιολόγος, οι οποίοι μέχρι τότε υπηρετούσαν σε νοσοκομεία της Αττικής και στο Κέντρο Υγείας Λυγουριού Αργολίδας. Την ίδια χρονική περίοδο είχαν διατεθεί στο ΕΣΥ και 22 γιατροί από ιδιωτικά νοσοκομεία.

Σχεδόν δύο εβδομάδες μετά, το θέμα φαίνεται ότι έχει προκαλέσει αναστάτωση στους νοσοκομειακούς γιατρούς, καθώς σύμφωνα με καταγγελίες καλούνται να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους, χωρίς να έχουν δηλωθεί ως εθελοντές, εργαζόμενοι σε κλινικές Covid-19.

Οπως επισημαίνουν γιατροί στα «ΝΕΑ», τις τελευταίες ημέρες στα νοσοκομεία της Αττικής, της Κρήτης και άλλων περιοχών της Ελλάδας έφτασαν εντολές από τις αρμόδιες Υγειονομικές Περιφέρειες, οι οποίες προτείνουν ονομαστικά τους γιατρούς που θα αποσπαστούν σε νοσοκομειακές μονάδες της Μακεδονίας.

Αποδυναμώνονται τμήματα covid για να ενισχυθούν άλλα

«Είναι παράλογο και εγείρει ζήτημα ηθικό το να αποδυναμώνονται τμήματα Covid-19 για να ενισχυθούν άλλα. Επίσης είναι προβληματικό το να γίνεται αυτό αναγκαστικά χωρίς καμία προηγούμενη ενημέρωση. Δεν είμαστε στρατιωτικοί γιατροί, δεν έχει υπάρξει επιστράτευση και σύμφωνα με όσα προβλέπονται, μετακίνηση μπορεί να γίνει για λόγους έκτακτης ανάγκης μόνο εντός της Υγειονομικής Περιφέρειας στην οποία εργαζόμαστε. Ο καθένας από εμάς έχει κριθεί για συγκεκριμένη θέση σε συγκεκριμένο νοσοκομείο και η σύμβασή του το ορίζει με σαφήνεια», λένε οι ίδιοι.

Οι εντολές που εστάλησαν δεν ορίζουν συγκεκριμένες ημερομηνίες μετακίνησης, είναι όμως γραμμένες με τρόπο που καταδεικνύουν το κατεπείγον του θέματος. Επίσης, προβλέπουν πως τα έξοδα μετακίνησης του προσωπικού θα καλυφθούν από τον προϋπολογισμό της οικείας ΔΥΠΕ.

«Παρ’ όλα αυτά δεν έχει καταστεί σαφές το πού θα μείνουν αυτοί οι άνθρωποι που έμαθαν ξαφνικά ότι φεύγουν στα 800 χιλιόμετρα από εκεί όπου εργάζονταν», εξηγούν οι γιατροί. Οι ίδιοι υποστηρίζουν πως το προσωπικό στις μονάδες νοσηλείας ασθενών με Covid-19 στα νοσοκομεία της Αττικής δεν επαρκεί για να καλύψει τις αυξημένες ανάγκες και πως κατά συνέπεια «κανείς δεν περισσεύει».

Μπαλώματα αντί μόνιμων προσλήψεων

«Η κυβέρνηση αντί για προσλήψεις μόνιμων γιατρών συνεχίζει την επικίνδυνη πολιτική των μπαλωμάτων του ξεχειλωμένου πουλόβερ της δημόσιας υγείας, αδιαφορώντας προκλητικά για την υγεία και τη ζωή ασθενών και υγειονομικών», υπογραμμίζει η ΟΕΝΓΕ η οποία χτες πραγματοποίησε παράσταση διαμαρτυρίας στην 1η ΥΠΕ ζητώντας την ανάκληση των μετακινήσεων.

Πάντως το γεγονός ότι υπάρχει έξαρση της πανδημίας στη Δυτική Αττική που οδήγησε σε ακόμα πιο σκληρό και καθολικό τοπικό lockdown σε μια προσπάθεια να αποφευχθεί πιθανή ασφυκτική πίεση τις επόμενες μέρες στα νοσοκομεία της Αττικής καταρρίπτει και την κυβερνητική επιχειρηματολογία υπέρ των αναγκαστικών μετακινήσεων γιατρών σε επιδημιολογικά επιβαρυμένες περιοχές όπως είναι πχ η Βόρεια Ελλάδα.

Η επιχειρηματολογία υπέρ των μετακινήσεων συνίστατο στο ότι δεν αδειάζουν γενικά τα νοσοκομεία αλλά οι μετακινήσεις αφορούν συγκεκριμένες ειδικότητες (λοιμωξιολόγους, εντατικολόγους, πνευμονολόγους, αναισθησιολόγους), σε εξειδικευμένο προσωπικό, σε γιατρούς και νοσηλευτές με εμπειρία οι οποίοι μπορούν να συνδράμουν ουσιαστικά στη λειτουργία μονάδων Covid-19 στη Βόρεια Ελλάδα.

Ενδεικτικό της κατάστασης

Ενδεικτικό της κατάστασης που δημιουργείται στα νοσοκομεία της Αττικής είναι το περιστατικό που δημοσιοποίησε μέσω twitter ο γραμματέας της ΟΕΝΓΕ και γιατρός στο νοσοκομείο της Νίκαιας Πάνος Παπανικολάου ο οποίος αναφέρχει χαρακτηριστικά:

«Αναισθησιολόγος στο χειρουργείο. Με μεγαλακρική ασθενή, αναπνευστικά επιβαρυμένη. Μα αν αναβληθεί η μεγαλακρία επιδεινώνει την ΧΑΠ και τελικά σκοτώνει. Προβληματίζεσαι. Και μαθαίνεις εκείνη την ώρα πως την άλλη Αναισθησιολόγο την στέλνουν αιφνιδιαστικά στα Γιαννιτσά. Οι ανέμελοι».

Στο θέμα αναφέρθηκε χθες και ο τομεάρχης Υγείας του ΣΥΡΙΖΑ Ανδρέας Ξανθός, ο οποίος κατήγγειλε την απόφαση της 1ης ΥΠΕ για αιφνιδιαστική μετακίνηση 13 γιατρών από νοσοκομεία της Αθήνας σε νοσοκομεία της Βόρειας Ελλάδας.

Έλλειψη ελέγχων και τεστ στους χώρους δουλειάς

Πάντως το θέμα του τοπικού lockdown στην Δυτική Αττική αναδεικνύει και άλλα ζητήματα που αφορούν στην έλλειψη ελέγχων και τεστ στις μεγάλες βιομηχανικές και άλλες μονάδες που συγκεντρώνονται στη συγκεκριμένη περιφέρεια.

Μάλιστα οι χειρισμοί της κυβέρνησης και ιδίως του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη προκάλεσε τις αντιδράσεις ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ που επέκριναν την κυβέρνηση ότι εκτός όλων των άλλων στοχοποιεί τους Ρομά στην εν λόγω περιοχή τροφοδοτώντας ρατσιστικές συμπεριφορές με αφορμή τον κοροναϊό.

Διακοσμητικός ο ρόλος του ΣΕΠΕ

«Από την πρώτη μέρα ο ΣΥΡΙΖΑ και το σύνολο της επιστημονικής κοινότητας φωνάζει για συνεχή διαγνωστικά τεστ και εντατικούς ελέγχους για τήρηση των μέτρων προστασίας σε μαζικούς χώρους εργασίας και εργοστάσια.

Εννιά μήνες η κυβέρνηση έχει αφήσει το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας σε διακοσμητικό ρόλο και τους εργαζόμενους στο έλεος της πανδημίας.

Σήμερα, μετά τη νέα έκρηξη κρουσμάτων στη Δυτική Αττική, που αποδίδεται από τα μέλη της Επιτροπής στην απουσία ελέγχων στις μεγάλες εργοστασιακές μονάδες, η κυβέρνηση ανακοινώνει νέο ακόμα πιο σκληρό lockdown στην περιοχή. Αντί να προλαμβάνει, συνεχίζει να κυνηγά την πανδημία όταν η ζημιά έχει ήδη γίνει.

Και δεν φθάνει αυτό. Αποφασίζει να κλείσει τα πάντα χωρίς να ανακοινώνει ουσιαστικά μέτρα στήριξης για εργαζόμενους και επιχειρήσεις. Επιτέλους, να καταλάβουν πως οι άνθρωποι πρέπει κάπως να ζήσουν και δεν μπορούν διαρκώς να πληρώνουν τις παλινωδίες και τις παραλείψεις της κυβέρνησης του ανέμελου κ. Μητσοτάκη!» αναφέρει ο ΣΥΡΙΖΑ.

Δεν γίνονταν τεστ στις βιομηχανίες και τα εργοστάσια

«Εδώ και μία εβδομάδα, η Δυτική Αττική είναι στο «κόκκινο» σε σχέση με την εξέλιξη της πανδημίας. Δικαιολογημένα, η ανησυχία των εργαζομένων κι όλου του λαού στην περιοχή μεγαλώνει, όταν βλέπει την κυβέρνηση να κάνει συσκέψεις, αλλά να μη λαμβάνει κανένα ουσιαστικό μέτρο προστασίας στους μεγάλους χώρους δουλειάς, να μην αναλαμβάνει την ευθύνη της ιδιαίτερης φροντίδας που απαιτείται σε υποβαθμισμένες περιοχές, να συνεχίζει να αφήνει αθωράκιστο το Θριάσιο Νοσοκομείο και τα Κέντρα Υγείας της περιοχής.

Οι ευθύνες της κυβέρνησης είναι τεράστιες, γιατί ο προσανατολισμός της δεν είναι να προστατεύσει την υγεία των εργαζομένων και του λαού, αλλά να διασφαλίσει -ακόμα και σε αυτές τις συνθήκες- την κερδοφορία των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων που δραστηριοποιούνται στην περιοχή.

Αν ήταν στην προτεραιότητά της η υγεία των εργαζομένων και του λαού, θα έπαιρνε μέτρα στους χώρους δουλειάς που έχουν μετατραπεί σε εστίες υπερμετάδοσης του ιού. Μόνιμα απουσιάζουν όλοι απαραίτητοι έλεγχοι στους εργασιακούς χώρους για τα μέτρα προστασίας και τήρησης των υγειονομικών πρωτοκόλλων.

Ενώ είναι γνωστό ότι υπάρχει απόκρυψη κρουσμάτων κάτω από την πίεση της εργοδοτικής τρομοκρατίας, δεν λαμβάνεται κανένα μέτρο, με αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι που νοσούν ή χρειάζεται προληπτικά να μπουν σε καραντίνα, να παραμένουν απροστάτευτοι.

Τα όποια τεστ, που έγιναν τις προηγούμενες μέρες στην περιοχή, δεν έγιναν κατά βάση στις βιομηχανίες, τα εργοστάσια και στις αποθήκες, που αντικειμενικά εκεί υπάρχει συνωστισμός αυτή την περίοδο. Ακόμα και σε χώρους που έχουν γίνει τεστ, είναι αποσπασματικά γιατί δεν τηρούνται όλα τα αναγκαία μέτρα και για όλα τα τμήματα των εργαζομένων.

Αν ήταν στην προτεραιότητα της κυβέρνησης η υγεία των εργαζομένων και του λαού, θα άκουγε τους εργαζόμενους του Θριάσιου Νοσοκομείου και τα δίκαια αιτήματά τους, θα στελέχωνε τα ήδη υποστελεχωμένα Κέντρα Υγείας της περιοχής, θα έπαιρνε μέτρα έκτακτης ενίσχυσής τους, καθώς σχεδόν σε όλα τα Κέντρα Υγείας είχαμε επιβεβαιωμένα κρούσματα και ένα τμήμα του ήδη ελλιπούς προσωπικού αναγκάζεται να βγει για ένα διάστημα “εκτός μάχης”.

Απαράδεκτη η στοχοποίηση κοινωνικών ομάδων

Η προσπάθεια της κυβέρνησης να «κλείσει» όλο το ζήτημα της εξάπλωσης της πανδημίας στη Δυτική Αττική στην ύπαρξη κοινωνικών ομάδων, που ζουν στην ευρύτερη περιοχή κάτω από αντίξοες συνθήκες με διαχρονικές κυβερνητικές ευθύνες, είναι τουλάχιστον απαράδεκτη.

Τη στιγμή μάλιστα, που δεν παίρνει κανένα ουσιαστικό μέτρο φροντίδας και ενημέρωσης αυτού του πληθυσμού, με μόνιμη εγκατάσταση συνεργείων του ΕΟΔΥ, με δωρεάν μαζικά τεστ, όπως από την αρχή της πανδημίας ζητούσε το ΚΚΕ. Σήμερα, είναι ακόμα περισσότερο αναγκαίο κυβέρνηση, Περιφέρεια Αττικής και όλες οι αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες να εξασφαλίσουν όλες τις αναγκαίες υποδομές, με επίταξη ακόμα και ξενοδοχειακών μονάδων για να διασφαλιστεί η απομόνωση των κρουσμάτων σε αυτές τις κοινωνικές ομάδες.

Οι κάτοικοι και οι εργαζόμενοι στη Δυτική Αττική ζουν μόνιμα σε μια «έκτακτη κατάσταση» με διαχρονικές ευθύνες όλων των Κυβερνήσεων. Είναι καταδικασμένοι να ζουν στην «πίσω αυλή» της Αττικής, με τον καρκίνο του ΧΥΤΑ Φυλής, με αποθήκες επικίνδυνων αποβλήτων, με την ανεξέλεγκτη δράση των ομίλων που δραστηριοποιούνται γύρω και μέσα στον οικιστικό ιστό που προκαλούν ρύπανση του περιβάλλοντος, μόνιμο κίνδυνο βιομηχανικών ατυχημάτων και επιβαρύνουν την υγεία του λαού της περιοχής.

Αντί η κυβέρνηση λοιπόν, να δείχνει την πυγμή της στο λαό της Δυτικής Αττικής που αγανακτεί βλέποντας την ανυπαρξία ουσιαστικών μέτρων προφύλαξης της υγείας και της ζωής του, καλό θα ήταν να τη δείξει στους επιχειρηματικούς ομίλους που κάνουν λάστιχο τα μέτρα προστασίας, για να εξασφαλίζουν την κερδοφορία τους και να πάρει έστω και τώρα, όλα τα αναγκαία μέτρα» αναφέρει το ΚΚΕ.