Ο Γιούκλιντ Τσαλακώτος έχει δίκιο όταν υποστηρίζει σε πρόσφατη συνέντευξή του ότι η έννοια του ΣΥΡΙΖΑ ως αρχηγικού κόμματος αναιρείται, εφόσον κάποτε θα έλθει η (προφανώς, απευκταία) ώρα που τον Αλέξη Τσίπρα θα τον διαδεχθεί «κάποιος άλλος ή κάποια άλλη». Πολύ σωστά το θέτει – αν και θα τον ψέξω που παραλείπει το ουδέτερο γένος από τη διαδοχή Τσίπρα, δεδομένου ότι στον ΣΥΡΙΖΑ είναι ευρέως ανοικτοί στα ζητήματα «ταυτότητας φύλου», όπως μάθαμε να τα λέμε, οπότε τίποτε δεν αποκλείεται.

Εχει δίκιο ο τέως υπουργός Οικονομικών του ΣΥΡΙΖΑ, διότι οι ηγέτες δεν είναι αιώνιοι. Μπορεί οι συριζαίοι να έχουν θεοποιήσει τον Τσίπρα, σε σημείο ώστε κάποια μέρα (του πολύ μακρινού μέλλοντος) να τον βαλσαμώσουν και να τοποθετήσουν το σκήνωμά του σε μαυσωλείο, «με ρόδα στο κεφάλι και στα πόδια γιασεμιά». Υπό συνθήκες δημοκρατίας, όμως, είναι βέβαιο ότι κάποια στιγμή ο Τσίπρας θα φύγει για να έλθει ο επόμενος. Επομένως, τα περί αρχηγικού κόμματος είναι κουραφέξαλα: δεν είναι παρά μια βολική περίφραση που τη χρησιμοποιούν στον ΣΥΡΙΖΑ για να αποφεύγουν τις ρητές αναφορές στο ευαίσθητο θέμα του ιδεολογικού χαρακτήρα του κόμματος, που έχει ανοίξει μετά την απώλεια της εξουσίας.

Η πραγματική διάσταση σήμερα στον ΣΥΡΙΖΑ είναι ανάμεσα σε ιδεολόγους και πραγματιστές, για να χρησιμοποιήσω κατά το δυνατόν ουδέτερους όρους. Πραγματιστές είναι ο Τσίπρας και οι περί αυτόν. Ολοι εκείνοι, δηλαδή, που δεν τρέφουν ιδεολογικές αυταπάτες και για τους οποίους ο σκοπός, δηλαδή η εξουσία και η διατήρησή της, προέχει και αγιάζει τα μέσα. Για την πλευρά αυτή, η ιδεολογική σαφήνεια δεν είναι το ζητούμενο, διότι η σαφήνεια είναι πάντα δεσμευτική. Προτιμούν, λοιπόν, έναν ΣΥΡΙΖΑ που θα θυμίζει ΠΑΣΟΚ και, στο τέλος, θα το υποκαταστήσει. Το είδαμε εξάλλου και στη συζήτηση για την πρόταση μομφής, όπου ο Τσίπρας ευθέως διεκδίκησε την εκπροσώπηση της «προοδευτικής παράταξης» από το ΚΙΝΑΛ της Φώφης.

Οι ιδεολόγοι, από την άλλη, θέλουν ιδεολογική συνέπεια και στις πολιτικές και στις συμπεριφορές. Δυσφορούν με την πλειοδοσία πατριωτισμού των προεδρικών στα ελληνοτουρκικά και, επίσης, αποδοκιμάζουν μεθόδους διακυβέρνησης του συγκεκριμένου τύπου που ταυτίστηκε με τον Ν. Παππά. Γενικώς, είναι πιο σοβαροί και μετρημένοι. Δεν είναι άλλωστε συμπτωματικό ότι ο καβγάς στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ ξεκίνησε με αφορμή τη διαφωνία του Γιούκλιντ με τον χαρακτηρισμό «πολιτικός απατεώνας» που χρησιμοποίησε ο Τσίπρας για τον Μητσοτάκη.

Η διαφορά ύφους των ιδεολόγων έλαμψε στην πρόσφατη συζήτηση στη Βουλή στο πρόσωπο του Γιούκλιντ, που αναγνωρίζεται πλέον ως ο κυριότερος εκφραστής της τάσης. Ηταν σοβαρός, ευπρεπής, με άψογη ιδεολογική συγκρότηση στην κριτική του προς την κυβέρνηση, ήταν, με μια λέξη, αρχηγικός. Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν σημαίνει αυτό ότι θα μπορούσε να ήταν αρχηγός. Αυτό είναι το προσωπικό δράμα του: ενώ έχει τη μόρφωση, τη συγκρότηση, τη διεθνή εμπειρία και τα τυπικά προσόντα που λείπουν από πολλούς στον ΣΥΡΙΖΑ, έχει ταυτοχρόνως κάτι τόσο αστείο ως προσωπικότητα, ώστε να είναι αδύνατο να τον πάρεις στα σοβαρά. Με τη νευρικότητά του, τα σαρδάμ του, τα αποτυχημένα αστεία και τις γκριμάτσες του, ο Γιούκλιντ παραπέμπει σε φιγούρα ελληνικής ταινίας. Δεν είναι Τσακαλώτος, είναι Τσαλακώτος. Και είναι αδύνατο να τον φανταστείς αρχηγό.

Το δράμα δεν είναι όμως μόνο προσωπικό, του Γιούκλιντ, είναι και της πλευράς αυτής συνολικά, από την οποία απουσιάζει η φυσική ηγεσία. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Νίκου Φίλη, της άλλης εξέχουσας μορφής των ιδεολόγων. Και αυτός ήταν σοβαρός και αρχηγικός στην ομιλία του, εντούτοις η εκφορά ήταν κακή και βιαστική και ο ίδιος ήταν βαρύς, υποτονικός, θα έλεγες, αγουροξυπνημένος – που ίσως και να ήταν, δεδομένου ότι η ώρα ήταν 11 το πρωί…