Ο στίχος του τίτλου είναι από τους «Αχαρνής» του Σαββόπουλου. Ερχεται από το μακρινό 1977 και τον θυμήθηκα, επειδή έχω την εντύπωση – να το εισαγάγω όσο πιο μαλακά μπορώ – ότι η μάχη κατά του κορωνοϊού παίρνει πια ανοιχτά τη μορφή μιας ιδιότυπης σύγκρουσης γενεών, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το επίπεδο της καθημερινότητας, δηλαδή προφυλάξεις και μέτρα πρόληψης. (Είναι μάλιστα μια σύγκρουση εκμεταλλεύσιμη πολιτικά, υπό την έννοια ότι φέρνει αντιμέτωπη τη γενιά που ευθύνεται για τη χρεοκοπία με εκείνη που θα την πληρώσει κυρίως…)

Το δείχνουν, κατ’ αρχάς, οι στατιστικές, που κατεβάζουν ηλικιακά τον μέσο όρο των νοσούντων: στην Αθήνα είναι πια τα 37 έτη και στη Θεσσαλονίκη τα 28. Το δείχνουν επίσης τα κυβερνητικά μέτρα, κυρίως η απαγόρευση κυκλοφορίας από τις 12.30 μέχρι τις 5 τα ξημερώματα. Ενα μέτρο, το οποίο προφανώς δεν αφορά τίποτε φουκαράδες, φαλακρούς πενηντάρηδες, που τρέχουν πάνω – κάτω όλη μέρα σαν τον Βέγγο, φορτωμένοι σαν τα γαϊδούρια από τις έγνοιες· αφορά την ευτυχή στην αμεριμνησία της πιτσιρικαρία. Οι αυτοσχέδιες συναθροίσεις στις πλατείες και τα κρυφά πάρτι (αυτά τουλάχιστον δεν είναι θρύλος, όπως τα κρυφά σχολειά) είναι μία ήπια μορφή σύγκρουσης των γενεών. Δεν θα έλεγα ότι η σύγκρουση αυτή μας ήλθε σαν την περίφημη εκείνη κεραμίδα που χτύπησε το κεφάλι του Πύρρου. Οι ειδικοί προειδοποιούσαν από νωρίς για τον κίνδυνο κόπωσης των νέων, εφόσον αυτή η ιστορία τραβούσε σε μάκρος. Να όμως που έφθασε η ώρα και συνέβη: οι νέοι κουράστηκαν και αδιαφορούν.

Δεν είναι τίποτε πρωτόγνωρο, όλοι έχουμε υπάρξει νέοι – το πρόβλημα είναι ότι μετά προσπαθούμε να ξεχάσουμε, οπότε είναι δύσκολο, όταν χρειαστεί, να θυμηθούμε πώς ήταν η νεότητα. Δύσκολο να νιώσουμε ξανά τη φυσική ανωτερότητά της. Την ψευδαίσθηση δηλαδή ότι ο χρόνος, που τρέχει απελπιστικά αργά, είναι ατελείωτος, ότι το μέλλον, που αργεί, είναι αχανές. Η ευρωστία της νεότητας, σε συνδυασμό με την απουσία της πείρας, κάνουν αδύνατο να συλλάβεις τον θάνατο, το τέλος της ζωής, ως πραγματικότητα. Πάντα ήταν έτσι και δεν νομίζω ότι πρόκειται να αλλάξει. Και είναι κάτι, βέβαια, που έχει και την ανάποδη πλευρά του: η άγνοια του θανάτου κάνει τους νέους εξαιρετικούς πολεμιστές, υπό συνθήκες ακραίου φανατισμού. Οι Ναζί, λ. χ., στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, είχαν μια ολόκληρη μεραρχία επιλέκτων από δεκαεπτάρηδες της Χιτλερικής Νεολαίας.

Εν πάση περιπτώσει, η επίκληση στο φιλότιμο και την ατομική ευθύνη δεν μπορούν να συγκρατήσουν τη δίψα για ζωή – ούτε για σφηνάκια, φλερτ και χαβαλέ. Ο αυτοέλεγχος γίνεται ακόμη πιο δύσκολος, εξαιτίας και της κουλτούρας του κανακέματος των νέων, η οποία έχει επικρατήσει επί δεκαετίες και αντιμετωπίζεται περίπου ως επίσημη θρησκεία της χώρας. Και μόνον ότι, στην καθημερινή γλώσσα μας, η έννοια του «παιδιού» έχει παραταθεί πια μέχρι τα τριάντα και βάλε δίνει το μέτρο της επιείκειας της κοινωνίας μας. Ιστορικά, η τάση αυτή συμβολίζεται θαυμάσια από την περίπτωση του θρασύτατου και αγενέστατου καταληψία, που είχε παρουσιάσει κάποτε στην τηλεόραση η Παναγιωταρέα (επί Αρσένη) και ο οποίος, είκοσι χρόνια αργότερα, ήταν ο πρωθυπουργός της χώρας. Η παραδεδεγμένη σοφία σε τούτη τη χώρα θέλει τους νέους να μη φταίνε ποτέ και για τίποτε! Εκτός βέβαια από τώρα, με τον κορωνοϊό…

Αφού το πρόβλημα, λοιπόν, είναι οι πλατείες και τα κρυφά πάρτι, η απαγόρευση της κυκλοφορίας από τα μεσάνυκτα μέχρι τις 5 ήταν αναπόφευκτη. (Επισήμως, η απαγόρευση ξεκινά στις 12.30, αλλά το ημίωρο δίνεται για την επιστροφή στο σπίτι ή, εν πάση περιπτώσει, για τη μετάβαση σε ένα άλλο, αυτοσχέδιο, ιδιωτικό πάρτι, σε κάποιο διαμέρισμα…) Αναπόφευκτη, διότι στη χώρα μας οι γέροι είμαστε οι περισσότεροι και, συνεπώς, έχουμε μεγαλύτερη πολιτική δύναμη. Τι να κάνουμε; Εχει και το γήρας τα πλεονεκτήματά του!