Είσοδο στην κλειστή λέσχη των Big Tech, των μεγάλων τεχνολογικών εταιρειών, επιχειρούν οι εθνικές κυβερνήσεις, καθώς παλεύουν να αντιμετωπίσουν μια παγκόσμια πανδημία που έχει βάλει λουκέτο σε δεκάδες χώρες, έχει στοιχίσει τη ζωή περισσότερων από 170.000 ανθρώπων και έχει αποδεκατίσει την οικονομία. Αναζητώντας διεξόδους, προσπαθώντας να περιορίσουν την εξάπλωση του κορωνοϊού, οι κυβερνώντες στρέφονται σε τακτικές παραδοσιακά συνδεδεμένες με εταιρείες όπως η Google, η Apple και η Facebook, κυνηγούν επιθετικά τη συλλογή δεδομένων από κινητά τηλέφωνα με τρόπους που παραπέμπουν στη Σίλικον Βάλεϊ. Εγείρονται όμως έτσι μια σειρά από ερωτήματα όσον αφορά την ιδιωτικότητα, την ασφάλεια, αλλά και την αποτελεσματικότητα αυτών των μέτρων.

Προκειμένου να παρακολουθούν τις καθημερινές μετακινήσεις των πολιτών, πολλές χώρες, από την Αυστρία έως την Αυστραλία, απορροφούν τεράστιους όγκους (ανωνυμοποιημένων) δεδομένων κινητών τηλεφώνων από τους τοπικούς τηλεπικοινωνιακούς φορείς. Προκειμένου να αστυνομεύουν τα γενικευμένα lockdown, άλλες βασίζονται σε δεδομένα τοποθεσίας από ψηφιακές διαφημίσεις που πωλούνται μέσω δημοφιλών διαδικτυακών υπηρεσιών. Και κάπου 40 κυβερνήσεις παγκοσμίως έχουν λανσάρει – ή ετοιμάζονται να λανσάρουν – δικές τους εφαρμογές για τον κορωνοϊό, που ενημερώνουν τους πολίτες αν έχουν έρθει σε επαφή με οποιονδήποτε έχει διαγνωσθεί θετικά ή / και διασφαλίζουν πως όσοι έχουν ήδη μολυνθεί παραμένουν σε καραντίνα. Apple και Google, δύο αιώνιοι αντίπαλοι, αποφάσισαν να συνεργαστούν προκειμένου να αναπτύξουν ένα σύστημα ανίχνευσης επαφών που πιθανώς να κυκλοφορήσει τον επόμενο μήνα. Ολα αυτά, ωστόσο, θα έπρεπε, όπως επισημαίνει στο Politico ο Μαρκ Σκοτ, να σημάνουν συναγερμό – για μια σειρά από λόγους.

Αποτελεσματικότητα

Καταρχήν, υπάρχουν κενά σε ό,τι αφορά την αποτελεσματικότητά τους. Το σύστημα – για παράδειγμα – ανίχνευσης επαφών που Apple και Google καλούν τις υπηρεσίες δημόσιας υγείας να ενσωματώσουν στις εφαρμογές τους: όσο περισσότεροι άνθρωποι χρησιμοποιήσουν την εφαρμογή, τόσο πιο επιτυχημένο θα είναι. Οι ειδικοί εκτιμούν πως θα πρέπει να την κατεβάσει τουλάχιστον ένα 60% των κατοίκων μιας χώρας. Σύμφωνα ωστόσο με τους «Financial Times», έως και δύο δισεκατομμύρια ιδιοκτήτες κινητών τηλεφώνων ανά τον κόσμο, ανάμεσά τους πολλοί από τους φτωχότερους και τους μεγαλύτερους σε ηλικία πολίτες του κόσμου, δεν θα μπορούν να τη χρησιμοποιούν. Γιατί το σύστημα λειτουργεί μέσω Bluetooth, βασίζεται σε συγκεκριμένα ασύρματα τσιπάκια και λογισμικό τα οποία λείπουν από εκατομμύρια έξυπνα κινητά τηλέφωνα που παραμένουν σε λειτουργία, ιδιαίτερα όσα κυκλοφόρησαν πριν από πέντε και πλέον χρόνια.

Πέραν αυτού, ωστόσο, τίθεται και το ζήτημα της ιδιωτικότητας. Οι Big Tech έχουν μετατραπεί από χρόνια σε έναν παγκόσμιο σάκο του μποξ λόγω των φόβων ότι η Σίλικον Βάλεϊ έχει υπερβολικά μεγάλο έλεγχο επί της καθημερινής ζωής μας. Οι πολίτες του κόσμου βλέπουν όλο και πιο εχθρικά τον τρόπο με τον οποίο συλλέγουν προσωπικά δεδομένα εταιρείες όπως η Google, η Amazon και η Facebook. Εν μέσω πανδημίας, βέβαια, καλούνται να βάλουν στην άκρη τις οποιεσδήποτε ανησυχίες τους στο όνομα της δημόσιας υγείας. Κάποια στιγμή, όμως, ο αριθμός των κρουσμάτων παγκοσμίως θα αρχίσει να φθίνει. Αλλά το δίκτυο παρακολούθησης που δημιουργούν οι κυβερνήσεις – το πιθανότερο – θα παραμείνει.

Για να είμαστε δίκαιοι, οι σχεδιαστές της πολιτικής έχουν προσπαθήσει να προσδιορίσουν τι μπορεί και τι δεν μπορεί να συμβεί με αυτή την πρωτοφανή συλλογή (πολύ ευαίσθητων) προσωπικών δεδομένων. Η Κομισιόν μόλις δημοσίευσε μια σειρά (εθελοντικών) κατευθυντήριων γραμμών για τη δημιουργία εφαρμογών σε σχέση με τον κορωνοϊό, ανάμεσά τους προσπάθειες να τεθούν επικεφαλής εποπτικοί φορείς προστασίας της ιδιωτικότητας και να οριστούν αυστηρά χρονικά όρια όσον αφορά την αποθήκευση των δεδομένων. Επιπλέον, πολλές κυβερνήσεις έχουν δεσμευτεί να σεβαστούν τους υφιστάμενους κανόνες προστασίας δεδομένων – αν και σε χώρες όπως η Πολωνία, που έχει καταστήσει την εφαρμογή της υποχρεωτική για τους πολίτες που βρίσκονται σε καραντίνα λόγω κορωνοϊού, οι αξιωματούχοι λένε πως θα κρατήσουν τις πληροφορίες για έως και έξι χρόνια.

Ολες όμως οι ερωτήσεις που ετίθεντο για χρόνια, επίμονα, στις μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας, τίθενται τώρα, επίμονα, και στους κυβερνώντες: ποιος θα έχει πρόσβαση στα δεδομένα; Πού θα αποθηκεύονται; Ποιος θα αποφασίσει πότε θα διαγραφούν; Και επίσης, πόσο ασφαλή μπορεί να είναι συστήματα, εφαρμογές και υπηρεσίες που φτιάχτηκαν μέσα σε τόσο λίγο χρόνο; Σε καιρούς κρίσης, θεμελιώδη δικαιώματα όπως η ιδιωτικότητα μπορεί να μοιάζουν δευτερεύοντα. Αλλά, νομοτελειακά, η κρίση κάποια στιγμή θα υποχωρήσει και το μεγάλο στοίχημα είναι να βγει ο κόσμος καλύτερος, όχι χειρότερος.