Η γνωριμία μου με τον Μανώλη Γλέζο χρονολογείται από τα φοιτητικά μου χρόνια στη Νομική του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Εποχή του πιο δυναμικού δημοκρατικού, πατριωτικού και πολιτιστικού φοιτητικού κινήματος του 1-1-4.

Τελευταία μου συνάντηση μαζί του, στ’ Απεράθου (Απείρανθο) στην πατρίδα του, στη Νάξο. Καλοκαίρι του 2005. Από τη συνάντηση αυτή προέκυψε μια ολοσέλιδη συνομιλία μας, στην Κυριακάτικη “Καθημερινή”, όπου τον σκιαγραφούσα ως εξής:

1) Πρόσωπο ευρύτατης ή ορθότερα κοινής αναγνώρισης, αποδοχής αλλά και σεβασμού.

2) Μέχρις εσχάτων μαχητής της αλήθειας, της Δημοκρατίας αλλά και της συνδιαλλαγής.

3) Προσηνής σε διάσημους αλλά και στους πιο καταφρονεμένους.

4) Υπόδειγμα πολίτη με βαθειά πολιτική αλλά και πολιτισμική συνείδηση. Ευρυμαθέστατος.

5) Η παγκόσμια αναγνώρισή του τον έχρισε αυτοδικαίως κοσμοπολίτη. Αυτό όμως δεν του έφραξε το δρόμο για τον αδιάκοπο σύνδεσμο με την πατρίδα του, που την ανέδειξε σε πρότυπο κοινότητας, που λειτούργησε, υπό την καθοδήγησή του, με τους κανόνες της Άμεσης Δημοκρατίας, ή της “Εκκλησίας του Δήμου”. Η κεντρική πλατεία του Απείρανθου συγκέντρωνε όλο τον πληθυσμό. Άντρες και γυναίκες για τα ζωτικά προβλήματα της περιοχής και μάλιστα με ομιλίες-προτάσεις, υπό καθεστώς απόλυτης ισοτιμίας.

6) Στον κοινοβουλευτικό στίβο περιφρόνησε με υπερηφάνεια την πελατειακή σχέση βουλευτή-ψηφοφόρου. Ήταν άτεγκτος στα κοινοβουλευτικά του καθήκοντα. Και επειδή αρκετά ορόσημα της πολιτικής διαδρομής βουλευτών και υπουργών τα θυμάμαι με μνήμην ελέφαντος, δεν θα ξεχάσω ποτέ την οργή, με την οποία ο Μανώλης Γλέζος αποδοκίμασε τη γενική απουσία των βουλευτών σε μία συνεδρίαση κοινοβουλευτικού ελέγχου. Με παρόντες μόνο τον ερωτώμενο υπουργό, τον ερωτώντα βουλευτή της αντιπολίτευσης και τον προεδρεύοντα βουλευτή σ’ αυτή τη συζήτηση.

Ενώπιον κενών εδράνων η συζήτηση εκείνη, στη μεγάλη αίθουσα του Κοινοβουλίου. Εκτός από τη θέση του Μανώλη Γλέζου στην αριστερή πτέρυγα. Από τη θέση αυτή, ο Γλέζος εξαπέλυσε έναν Ολυνθιακό, κατακεραυνώνοντας τους αδικαιολόγητα απόντες “κοπανατζήδες” από όλα τα κόμματα, που με το προσφιλές τους “σκασιαρχείο” συχνά μετατρέπουν την ιστορική κεντρική αίθουσα της Βουλής, σε σκοτεινή, άδεια και ψυχρή αίθουσα θεάτρου…

Αποχαιρετισμός

Κλείνοντας το σημείωμά μου αυτό αποχαιρετώ τον υπέροχο φίλο, τον άνθρωπο, τον πολιτικό, τον δημοφιλή κοσμοπολίτη, αλλά και σύμμαχο του ανώνυμου ξωμάχου της πατρίδας μας.

Τον κατευοδώνω στην Αχερουσία λίμνη, με τους στίχους του Μιχάλη Κατσαρού, τη συγκλονιστική επικολυρική μελοποίηση του Μίκη Θεοδωράκη και την ερμηνεία του Γρηγ. Μπιθικώτση.

Αυτούς που βλέπεις

Αυτούς που βλέπεις πάλι θα τους ξαναϊδείς

θα τους γνωρίσεις πάλι

άλλον θα λένε Κωνσταντή κι άλλον Μιχάλη.

Αυτούς που βλέπεις πάλι θα τους ξαναϊδείς

θα τους γνωρίσεις πάλι

σ’ αυτόν τον κόσμο θα γυρνούν

με περηφάνια πιο μεγάλη.

Αυτούς που βλέπεις πάλι θα τους ξαναϊδείς

θα τους μισήσεις πάλι.

Έναν μονάχα δεν θα βρεις

τον πιο μικρό, τον πιο πικρό, τον πιο αγαπημένο,

το μοναχό, το δυνατό και τον αντρειωμένο.

Αυτόν δεν θα τον ξαναϊδείς να τόνε βασανίσεις

και τη μεγάλη του καρδιά να τήνε σκίσεις

Αυτόν δεν θα τον ξαναβρείς τι τον φυλάνε τ’ άστρα

τι τον φυλάει ο ήλιος του, τόνε φυλάει το φεγγάρι.

Αυτόν που ‘χει τη χάρη

τον πιο πικρό και τον αγαπημένο

αυτόν μονάχα εγώ, μονάχα εγώ, εγώ προσμένω.

Το μελοποιημένο αυτό ποίημα μαζί με το “Εκείνος που μας χάθηκε” σε στίχους Δημήτρη Χριστοδούλου και μουσική πάλι του Μίκη και τη συγκλονιστική ερμηνεία της Ντόρας Γιαννακοπούλου, αποτελούν κατά τη γνώμη μου, ένα είδος αποχαιρετιστήριας ωδής σε πρόσωπα γραμμένα με ανεξίτηλα γράμματα στην ιστορία των κοινωνικών αγώνων και του ανθρωπισμού.

Και τα δύο αυτά τραγούδια-ωδές τα τραγουδώ συχνά με την κιθάρα μου και το δωδεκάχορδο ισπανικό λαούτο.