Στο… μικροσκόπιο μπαίνουν τα στοιχεία που αφορούν την ελεγχόμενη εξάπλωση του SARS-Cov-2 στην Ελλάδα, αναζωπυρώνοντας τη συζήτηση σχετικά με την αναγκαιότητα των μαζικότερων τεστ αλλά και της χρήσης φαρμακευτικής αγωγής στην κοινότητα στην επόμενη φάση.

Οι επιστήμονες αντιμετωπίζουν τα μέτρα αυτά ως απαραίτητα «εργαλεία» αλλά και ως «ασπίδα» προφύλαξης, καθώς θα επιτρέψουν στον πληθυσμό της χώρας να επιστρέψει σε δεύτερο χρόνο και σταδιακά στην κανονικότητα, με τους νοσούντες να εντοπίζονται εγκαίρως και να απομονώνονται, με μόνιμο στόχο την αποφασιστική εκρίζωση του «εφιάλτη» που ακούει στο όνομα SARS-CoV-2.

Επιπλέον, η χρήση στοχευμένης θεραπείας στην κοινότητα και στα νοσοκομεία – με τις μελέτες για τη χλωροκίνη αλλά και για «κοκτέιλ» ουσιών να βρίσκονται υπό εξέλιξη και τα πρώτα αποτελέσματα να αναμένονται σε περίπου δέκα ημέρες – θα αποτελέσει ένα αποφασιστικό «χτύπημα» στη νόσο COVID-19 αλλά και στις επιπλοκές της.

Ελεγχος στους τουρίστες

Παράλληλα αμφότερα τα «εργαλεία» θα δώσουν ώθηση στην οικονομία, με έμφαση στον τουρισμό, καθώς μελετάται σχέδιο για testing στους τουρίστες προτού επισκεφθούν τους καλοκαιρινούς μήνες τη χώρα μας, αποτρέποντας έτσι την τοπική αναζωπύρωση εστιών με την εκδήλωση ντόμινου κρουσμάτων.

Μάλιστα, όπως αποκάλυψε ο υπουργός Ανάπτυξης Αδωνις Γεωργιάδης, προ της πανδημίας υπήρχε έντονο επενδυτικό ενδιαφέρον στον τουριστικό κλάδο. Και ενώ θα περίμενε κανείς η έξαρση του COVID-19 και στη χώρα μας να αναχαιτίσει τα σχέδια των επενδυτών, η θετική εικόνα της Ελλάδας αναφορικά με το «φρένο» στην εξάπλωση των κρουσμάτων έχει φέρει τα αντίθετα αποτελέσματα.

Υπό τις εξελίξεις αυτές και σύμφωνα με τον κ. Γεωργιάδη, οι επενδυτές επιθυμούν να επισπεύσουν τα σχέδιά τους εφόσον τον Μάιο η καμπύλη της πανδημίας διαγράψει σαφή μείωση, δεδομένου ότι η Ελλάδα ενδεχομένως να αποτελεί τη θετική εξαίρεση στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου και συνεπώς να μονοπωλήσει το τουριστικό ενδιαφέρον.

Δύο στρατόπεδα

Δεν είναι πάντως η πρώτη φορά που το θέμα του μαζικού testing μπαίνει στην πρώτη γραμμή του δημοσίου διαλόγου, διαιρώντας τους ειδικούς σε δύο στρατόπεδα: σε εκείνους δηλαδή που ζητούν περισσότερα τεστ και σε όσους θεωρούν πως – στην παρούσα φάση – αρκεί να υποβάλλονται σε εξέταση οι ευπαθείς ομάδες και οι διασωληνωμένοι.

Η διαμάχη αυτή θα μπορούσε εντούτοις να χαρακτηριστεί «άγονη», δεδομένης της απουσίας επαρκών ποσοτήτων για μαζικότερη διεξαγωγή ελέγχων. «Ο νέος ιός εντοπίστηκε τον Ιανουάριο και συνεπώς οι εταιρείες κλήθηκαν άμεσα να φτιάξουν γραμμές παραγωγής χωρίς να είναι σε θέση να ανταποκριθούν στην ολοένα αυξανόμενη ζήτηση. Θυμίζω δε ότι στις ΗΠΑ είχαν διανεμηθεί τεστ προβληματικά, γεγονός που αποδεικνύει ότι στην πρώτη φάση της επιδημίας η αποτελεσματικότητά τους ήταν αμφισβητούμενη» διευκρινίζει ο επίκουρος καθηγητής Επιδημιολογίας στο Εργαστήριο Επιδημιολογίας, Υγιεινής και Ιατρικής Στατιστικής του ΕΚΠΑ, όπου είναι επιστημονικά υπεύθυνος, Γκίκας Μαγιορκίνης.

Και συνεχίζει: «Πλέον όμως έχει μετατοπιστεί η παραγωγικότητα στα τεστ και, κατά δεύτερον, έχουμε τεχνολογίες πιο γρήγορες, πιο ακριβείς και πιο εύκολες».

Η επόμενη φάση

Εν τω μεταξύ σε νέα ανάλυσή του ο Ηλίας Μόσιαλος, καθηγητής της London School of Economics (LSE) και εκπρόσωπος της Ελλάδας στους διεθνείς οργανισμούς, επισημαίνει ότι τα δεδομένα που αφορούν το σήμερα αντανακλούν τη διασπορά της νόσου πριν από 12 έως και 18 ημέρες.

Και προχωρά σε μια σημαντική επισήμανση, ότι δηλαδή η Ελλάδα «έχει περάσει πλέον από την ανάσχεση της νόσου στον μετριασμό της διασποράς, ενώ η επόμενη μέρα αναφέρεται στην καταστολή». Συνεπώς, σε αυτή τη δεύτερη φάση «η φυσική απόσταση είναι πιο αποτελεσματική από τα τεστ».

Αντιθέτως, και σύμφωνα με τον παγκόσμιας φήμης ειδικό, στην επόμενη φάση  «η επιστροφή θα είναι εφικτή με τον συνδυασμό των μέτρων φυσικής απόστασης (για την τελική κατάσχεση και προστασία των ευπαθών ομάδων), αλλά και με την εφαρμογή των τεστ ταχείας διάγνωσης».

Συνεπώς και σταδιακά – εφόσον δηλαδή επιβεβαιωθεί η αποτελεσματικότητα των μέτρων – η εφαρμογή των τεστ θα είναι επιβεβλημένη για τον έγκαιρο εντοπισμό πιθανού κρούσματος (χωρίς να ισχύουν τα σημερινά αυστηρά κριτήρια).

«Η εφαρμογή των γρήγορων, μοριακών τεστ (rapid tests) θα αρχίσει να αυξάνεται κυρίως κατά τα τέλη Απριλίου με αρχές Μαΐου, εφόσον έχει μειωθεί σημαντικά ο κίνδυνος μετάδοσης στην κοινότητα και συνεπώς θα επιτραπεί η προοδευτική χαλάρωση των μέτρων» σημειώνει ο κ. Μαγιορκίνης.

Οι «υπερμεταδότες»

Εν τω μεταξύ οι επιστήμονες στη χώρα μας – συμμετέχοντας στους παγκόσμιους επιστημονικούς διαλόγους και προβληματισμούς — μελετούν το ενδεχόμενο το testing να συνδυαστεί με την ιχνηλάτηση των στενών επαφών, υφαίνοντας με τον τρόπο αυτόν ένα ισχυρότερο δίχτυ προστασίας.

«Σύμφωνα με την υπό εξέταση πρόταση, όταν κάποιος προκύπτει θετικός, θα υποβάλλονται σε εξέταση και οι πιο κοντινές επαφές του, και ούτω καθ’ εξής. Με τη μέθοδο αυτή αφενός μπορεί να εντοπίσει κανείς τις πηγές των «ορφανών» κρουσμάτων και συνεπακόλουθα τις ομάδες των ασυμπτωματικών ατόμων. Παράλληλα όμως θα εντοπίζονται και οι «υπερματαδότες»» συμπληρώνει.

Και εξηγεί ότι έχει διαπιστωθεί πως ορισμένοι άνθρωποι μεταδίδουν πολύ περισσότερο τη νόσο στους γύρω τους, καθώς φέρουν μεγαλύτερο ιικό φορτίο παρότι δεν εμφανίζουν συμπτώματα ή αυτά είναι ήπια. «Οταν απομονώνεις έναν «υπερμεταδότη», μειώνεις σημαντικά και τη μετάδοση στην κοινότητα, σύμφωνα με τα μαθηματικά μοντέλα».

Κοκτέϊκ φαρμάκων

Εν τω μεταξύ αποφασιστικό βήμα αποτελεί και η διάθεση φαρμακευτικής αγωγής (που αφορά ένα «κοκτέιλ», συμπεριλαμβανόμενης της χλωροκίνης) στους ασθενείς με ήπια συμπτώματα, οι οποίοι διατρέχουν μέτριο κίνδυνο να εμφανίσουν επιπλοκές.

Οπως επισήμανε ο καθηγητής Παθολογίας – Λοιμώξεων Σωτήρης Τσιόδρας, η έγκριση της χορήγησης θα γίνεται ύστερα από συμπλήρωση ειδικού ηλεκτρονικού εντύπου, ώστε να υπάρχει μια βάση δεδομένων για την παρακολούθηση των κρουσμάτων υπό θεραπεία στην κοινότητα. «Μια τέτοια δράση θα εξοικονομήσει στο άμεσο μέλλον χώρο και στο σύστημα υγείας, ώστε να πιεστεί λιγότερο τις επόμενες εβδομάδες».

Σε κάθε περίπτωση, αναφερόμενος στη χορήγηση χλωροκίνης σε ασθενείς που νοσηλεύονται σε σοβαρή κατάσταση, και συνεπακόλουθα στην αποτελεσματικότητά της, ο κ. Τσιόδρας επιμένει να κρατά επιφυλάξεις, έως ότου οι ερευνητές καταλήξουν σε σαφή συμπεράσματα. Σύμφωνα με τον ίδιο «θα έχουμε περισσότερα δεδομένα τις επόμενες δέκα ημέρες».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΝΕΑ