Για «βόμβα διασποράς» στην οικονομία με ισχύ που μπορεί να φθάσει τα 2 δισ. ευρώ ετοιμάζεται το οικονομικό επιτελείο και επεξεργάζεται σχέδιο έκτακτης ανάγκης με κυλιόμενα μέτρα για τη στήριξη επιχειρήσεων, εργαζομένων και κλάδων που θα βρεθούν στο μάτι του κυκλώνα.

To πακέτο περιλαμβάνει δραστικές επιχορηγήσεις και ενεργοποίηση χρηματοδοτικών εργαλείων για την παροχή φθηνής ρευστότητας σε επιχειρήσεις, επιδοτήσεις μισθών και ασφαλιστικών εισφορών, εκπτώσεις φόρων και ειδικές απαλλαγές, γενικευμένη και μακράς διάρκειας αναστολή πληρωμής φόρων και εισφορών, νέες ευνοϊκές ρυθμίσεις για την εξόφληση χρεών στο Δημόσιο, αύξηση και διεύρυνση των επιδομάτων ανεργίας και διευκολύνσεις για την αποπληρωμή δανείων στις τράπεζες.

Ορόσημο για την έκταση και την ένταση των κραδασμών στην οικονομία από την εξάπλωση του κορωνοϊού είναι ο Μάιος, όπου εκτιμάται ότι θα έχει ξεκαθαρίσει η δυναμική των επιπτώσεων και θα μπορεί να γίνει μια ασφαλή καταγραφή των ζημιών στον παραγωγικό ιστό και την κατανάλωση.

Σύμφωνα με κορυφαίους οικονομικούς και τραπεζικούς παράγοντες, αν η αναταραχή συνεχιστεί και μετά τον Μάιο, τα χτυπήματα στην οικονομία θα είναι συντριπτικά, καθώς θα υπάρξουν τεράστιες απώλειες εσόδων από τον τουρισμό που θα προκαλέσουν ντόμινο παρενεργειών σε ευρύ φάσμα κλάδων, όπως η εστίαση και το εμπόριο, και θα οδηγήσουν σε υφεσιακό σπιράλ. Σημειώνουν πάντως ότι αυτή την ώρα ουδείς μπορεί να προβλέψει τη χρονική διάρκεια, την έκταση και το βάθος της κρίσης.

Οι ίδιοι παράγοντες εκφράζουν φόβους για μετάδοση της «μόλυνσης» και στον τραπεζικό τομέα, με υπονόμευση των στόχων για συμπίεση των κόκκινων δανείων, δεδομένου ότι το κλίμα αβεβαιότητας και η πτώση του τζίρου των επιχειρήσεων θα έχουν ως αποτέλεσμα οι δανειολήπτες να προχωρήσουν σε στάση πληρωμών, ενώ τη ρευστή ατμόσφαιρα θα εκμεταλλευτούν οι στρατηγικοί κακοπληρωτές.

Οι υψηλού κόστους κυβερνητικές παρεμβάσεις στο ακραίο σενάριο που ο κορωνοϊός πλήξει δραστικά την οικονομία θα έχουν ως αποτέλεσμα την πλήρη ανατροπή του προϋπολογισμού και του κεντρικού στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ, ενώ τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό θα επιτείνει η επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης, που με βάση τις μέχρι στιγμής εκτιμήσεις θα κινηθεί από 0,3 έως μία ποσοστιαία μονάδα, ανάλογα με τις εξελίξεις, πράγμα που σε απόλυτους αριθμούς σημαίνει ότι το ΑΕΠ θα συρρικνωθεί από 600 εκατ. εύρω έως και 2 δισ. ευρώ.

Το κλειδί για την ενεργοποίηση του πακέτου με τα οικονομικά αντίδοτα για τον κορωνοϊό το κρατούν οι Βρυξέλλες και η κυβέρνηση ετοιμάζεται για σκληρή και μακρά διαπραγμάτευση με στόχο να εξασφαλίσει διπλή ευελιξία. Οπως λένε αρμόδια στελέχη, θα επιδιώξουμε εξαίρεση των έκτακτων δαπανών από το δημοσιονομικό αποτέλεσμα και χαμήλωμα του πήχη για το πρωτογενές πλεόνασμα.

Σύμφωνα με τους σχεδιασμούς του οικονομικού επιτελείου, η μάχη για την απελευθέρωση δημοσιονομικού χώρου ξεκινά από το Eurogroup της 16ης Μαρτίου και κλιμακώνεται σε δύο επίπεδα:

Το πρώτο αφορά την οριστική και σαφή εξαίρεση από το έλλειμα των προσφυγικών δαπανών ύψους τουλάχιστον 400 εκατ. ευρώ. Πηγές του υπουργείου Οικονομικών δηλώνουν αισιόδοξοι ότι την προσεχή Δευτέρα οι υπουργοί Οικονομικών θα δώσουν το πράσινο φως για τον μη υπολογισμό των συγκεκριμένων δαπανών στον δημοσιονομικό λογαριασμό.

Το δεύτερο επίπεδο έχει να κάνει με την εφαρμογή της «ρήτρας απόκλισης» από τους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και την εξαίρεση των έκτακτων επιβαρύνσεων στον προϋπολογισμό από τη μέτρηση του δημοσιονομικού αποτελέσματος, ώστε να αποφευχθούν νέες περιπέτειες που θα πλήξουν την αξιοπιστία της χώρας και την εμπιστοσύνη των επενδυτών και θα γυρίσουν το ρολόι πίσω στα «πέτρινα χρόνια» των μνημονίων. Η ρήτρα προβλέπει ότι «σε περίπτωση ασυνήθων περιστάσεων που εκφεύγουν του ελέγχου του συγκεκριμένου κράτους-μέλους και έχουν σημαντική επίπτωση στη δημοσιονομική του κατάσταση ή σε περιόδους σοβαρής επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας στη ζώνη του ευρώ ή στην ΕΕ συνολικά, επιτρέπεται στα κράτη-μέλη να αποκλίνουν προσωρινά από την πορεία προσαρμογής για την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου στόχου, με την προϋπόθεση ότι δεν τίθεται σε κίνδυνο η μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική διατηρησιμότητα».

Η άσκηση δεν είναι καθόλου εύκολη

Οι σκληροπυρηνικοί Γερμανοί με τους δορυφόρους του στο Eurogroup θέτουν αυστηρές προϋποθέσεις και όρους για την εφαρμογή της αρχής της «ευελιξίας» λόγω έκτακτων και απρόβλεπτων καταστάσεων με ισχυρό αντίκτυπο στην ανάπτυξη και στη δημοσιονομική πειθαρχία. Επιπρόσθετα, η Ελλάδα βρίσκεται σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας και έτσι ο τρόπος, το εύρος και τα κριτήρια για την ενεργοποίηση της «ρήτρας διαφυγής» θα πρέπει να συμφωνηθεί με τους θεσμούς. Στη στρατηγική του οικονομικού επιτελείου για να ξεπεραστούν οι σκόπελοι και να ανοίξει ο δρόμος για επιπλέον δημοσιονομικό χώρο είναι η συμμαχία με χώρες του Νότου, όπως η Ιταλία και η Γαλλία, που προωθούν σχέδια χαλάρωσης προκειμένου να επουλώσουν τις πληγές από τον κορωνοϊό.

Πάντως στο υπουργείο Οικονομικών δεν αναμένουν στο Eurogroup της Δευτέρας να ληφθούν αποφάσεις για το θέμα της ευελιξίας και παραπέμπουν στη δήλωση του επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ ότι «παραμένει ζήτημα να αποφασίσουμε πότε θα πρέπει να κάνουμε το βήμα αυτό. Δεν περιμένω να συμβεί την επόμενη Δευτέρα, αλλά είναι θετικό να γνωρίζουμε ότι έχουμε την ευελιξία, η οποία μπορεί να χρειαστεί».

Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι για τη χρηματοδότηση του πακέτου των έκτακτων μέτρων στο τραπέζι έχει πέσει και η πρόταση για αξιοποίηση μέρους των ταμειακών διαθεσίμων που ξεπερνούν τα 30 δισ. ευρώ. Επισημαίνεται ότι το Δημοσιονομικό Συμβούλιο εισηγείται «να αναζητηθούν «μαξιλάρια» για τον προϋπολογισμό για τυχόν έκτακτες δαπάνες (π.χ. στον τομέα της υγείας), όπως πιθανώς αξιοποίηση μέρους των ταμειακών αποθεμάτων ασφαλείας (cash buffers)». Με βάση τη συμφωνία με τους θεσμούς, τα ταμειακά αποθέματα μπορούν να χρησιμοποιηθούν μεταξύ άλλων «για την άσκηση μέτρων αντικυκλικής πολιτικής όταν η νέα ύφεση εμφανιστεί».

Την ίδια ώρα το οικονομικό επιτελείο διεκδικεί μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα, καθώς ακόμα χωρίς το δημοσιονομικό κόστος από τα έκτακτα μέτρα η επιβράδυνση της ανάπτυξης από μόνη της καθιστά ανέφικτη την επίτευξη τόσο υψηλών πλεονασμάτων. Αρμόδιες πηγές και αναλυτές τονίζουν πως είναι «παράλογο» να ζητείται η επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων «κολλημένων» στο 3,5% του ΑΕΠ σε περιβάλλον έκτακτων συνθηκών με ισχυρούς κλυδωνισμούς στην παγκόσμια και την ελληνική οικονομία.