Να καταλήξει η πανεπιστημιακή κοινότητα σε τεκμηριωμένα συμπεράσματα για τον τρόπο ανάδειξης των αρχαιοτήτων στον σταθμό του Μετρό στη Βενιζέλου, μέσα από έναν επιστημονικό διάλογο, στον οποίο θα εξεταστούν όλες οι πτυχές του θέματος, επιδιώκει το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ).

Σε συνέχεια ψηφίσματος που είχε εκδώσει η Σύγκλητος του ΑΠΘ για την ανάγκη «προσεκτικής και τεκμηριωμένης τοποθέτησης των αρμοδίων θεσμών», οι κοσμήτορες πέντε Σχολών -Θεολογικής, Νομικής, Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών, Πολυτεχνικής και Φιλοσοφικής- ανέλαβαν να διοργανώσουν στο Πανεπιστήμιο διεθνή και ανοιχτή στο κοινό επιστημονική ημερίδα, στις 30 Μαρτίου.

«Θέλουμε να συμβάλουμε ώστε να αναδειχθούν επιλογές που και άθικτο χωρίς παρεμβάσεις και χωρίς αλλοιώσεις θα αναδείξουν μέρος του πολιτισμικού κεφαλαίου της πόλης, με όποιες κοινωνικές, οικονομικές, αναπτυξιακές επιπτώσεις για την επόμενη μέρα, ταυτόχρονα όμως θα επισπεύσουν την ολοκλήρωση του έργου του μετρό για την πόλη», δήλωσε, σε συνέντευξη Τύπου, ο κοσμήτορας της Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών Γρηγόρης Ζαρωτιάδης.

Τέσσερις θεματικές ενότητες περιλαμβάνει η ημερίδα –και αντίστοιχα ορίστηκαν σε κάθε μία από αυτές τετραμελείς επιστημονικές επιτροπές, που θα καταλήξουν και στους συμμετέχοντες ομιλητές: η σημασία της in situ ανάδειξης των αρχαιοτήτων της Βενιζέλου ως μέρος του πολιτισμικού κεφαλαίου της Θεσσαλονίκης, η συγκοινωνιακή διάσταση των εναλλακτικών λύσεων, οι κατασκευαστικές και τεχνικοοικονομικές πτυχές των εναλλακτικών λύσεων, το οικονομικό/αναπτυξιακό και θεσμικό πλαίσιο της in situ ανάδειξης.

«Αναφερόμαστε στη σημασία της in situ ανάδειξης, γιατί θέλουμε εξαρχής να δείξουμε ότι δεν υπάρχει προειλημμένη απόφαση και προσχηματική προσέγγιση από την πλευρά μας, ως προς το περιεχόμενο της συζήτησης που θα γίνει στη μεγάλη ανοιχτή ημερίδα. Θεωρούμε ότι η σημασία της in situ ανάδειξης είναι κοινός τόπος για όλους. Θα αφήσουμε την ημερίδα να απαντήσει, αν η in situ ανάδειξη σημαίνει αναγκαστικά in situ παραμονή και όχι μεταφορά και επανατοποθέτηση», διευκρίνισε ο κ. Ζαρωτιάδης, σημειώνοντας, πάντως, ότι η προσωπική του εκτίμηση είναι πως «in situ ανάδειξη δεν μπορεί να γίνει μετά από μεταφορά και επανατοποθέτηση του συνόλου του ευρήματος, γιατί οι τεχνικές λύσεις και μέθοδοι της μεταφοράς και επανατοποθέτησης αλλοιώνουν σε μεγάλο βαθμό τον χαρακτήρα της όλης υπόστασης».

«Δεν θέλουμε να πάρουμε μια θέση καθαρά πολιτική, η θέση μας είναι ακαδημαϊκή και θέλουμε να δούμε αυτό το θέμα από διαφορετικές οπτικές γωνίες, πολυπρισματικά, τα συν και τα πλην με έμφαση -ως κοσμήτορας της Φιλοσοφικής το λέω αυτό- στη διάσωση στην ανάδειξη των αρχαιοτήτων, ει δυνατόν στη μορφή που βρέθηκαν», είπε ο κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής καθ. Δημήτρης Μαυροσκούφης.

«Δεν πάμε να υποστηρίξουμε κάποια προειλημμένη απόφαση ή κάποια θέση, πάμε να ακούσουμε και διαφορετικές απόψεις και τελικά ει δυνατόν να συνοψίσουμε και να βοηθήσουμε να βγει η καλύτερη λύση για την πόλη», τόνισε ο κοσμήτορας της Πολυτεχνικής Σχολής Κωνσταντίνος Κατσιφαράκης, σημειώνοντας πως ιδιαίτερο ενδιαφέρον για εκείνον παρουσιάζει η συνεδρία των συγκοινωνιολόγων, για την αναζήτηση απαντήσεων, αν είναι απαραίτητος ο σταθμός της Βενιζέλου. «Θεωρώ ότι θα είναι ευτύχημα να μπορεί να δουλέψει το μετρό, χωρίς τον σταθμό της Βενιζέλου ή τουλάχιστον να δουλέψει για ένα χρονικό διάστημα χωρίς αυτόν», είπε.

Τη διαμαρτυρία «του θεολογικού και αρχαιολογικού κόσμου ότι στον σταθμό Σιντριβανίου έχει καταστραφεί η Βασιλική πριν η επιστημονική έρευνα αποτυπώσει το εύρημα», μετέφερε ο κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής Θεόδωρος Γιάγκου, εκφράζοντας την άποψη του ότι «το μετρό προχωρά σε πράξεις όχι τόσο συμβατές με το πολιτισμικό παρελθόν της πόλης».

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ