Η Άνγκελα Μέρκελ χαρακτήρισε το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας στο τοπικό κοινοβούλιο της Θουριγγίας ασυγχώρητο και μίλησε μια «κακή μέρα για τη δημοκρατία», υποδεικνύοντας σαφώς την ανάγκη να γίνουν νέες εκλογές.

Και όμως αναφερόταν σε μια απόφαση που πήρε το δικό της κόμμα, η CDU, που αποφάσισε  να στηρίξει τον υποψήφιο των Φιλελεύθερων Δημοκρατών για την πρωθυπουργία σε συνεργασία με την ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD). Για την ακρίβεια, η τοπική CDU υπερψήφισε τον Τόμας Κέμεριχ των Φιλελεύθερων Δημοκρατών, σε μια ψηφοφορία όπου «έτυχε» να αποφασίσουν να τον στηρίξουν και οι βουλευτές της AfD.

Μάλιστα, στο συγκεκριμένο κρατίδιο ο ηγέτης της τοπικής AfD Μγιόρν Χέκε θεωρείται από τους πιο ακραίους ηγέτες του ακροδεξιού σχηματισμού και πέρσι ένα γερμανικό δικαστήριο αποφάσισε ότι είναι επιτρεπτό οι επικριτές του να τον αποκαλούν «φασίστα».

Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που ανατρίχιασαν όταν θυμήθηκαν ήταν πάλι στη Θουριγγία, το 1930, που οι Ναζί συμμετείχαν για πρώτη φορά σε κυβερνητικό συνασπισμό.

Περιοχή με ιδιαίτερη σημασία στη γερμανική ιστορία, αφού στην έκτασή της περιλαμβάνονται πόλεις όπως η Βαϊμάρη, η Ερφούρτη και η Γιένα, όπως και το στρατόπεδο του Μπούχενβαλτ, η Θουριγγία, που ανήκε στην Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας, είχε παραμείνει ένα προπύργιο της Αριστεράς, με τη Die Linke να είναι πρώτο κόμμα και μάλιστα με άνοδο στις εκλογές του περασμένου Οκτωβρίου. Όμως, η υποχώρηση των χριστιανοδημοκρατών κατά 11,8% και η άνοδος της AfD κατά 12,8% και η κατάκτηση της δεύτερη θέσης διαμόρφωσαν μια νέα κατάσταση και ένα διαιρεμένο τοπικό κοινοβούλιο.

Η εκτίμηση ήταν ότι θα διαμορφωνόταν και πάλι μια κυβέρνηση μειοψηφίας με επικεφαλής τον υποψήφιο της Αριστεράς. Όμως, τελικά στην ψηφοφορία ο υποψήφιος των Φιλελεύθερων Δημοκρατών (FDP) Τόμας Κέμεριχ πήρε μία ψήφο παραπάνω, με εμφανή υποστήριξη πέραν των χριστιανοδημοκρατών και βουλευτών της AfD.

Το ταμπού της συνεργασίας με την ακροδεξιά

Οι εκλογές στη Θουριγγία προφανώς δεν ήταν οι μόνες όπου η ακροδεξιά βρέθηκε σε κυβερνητικούς συνασπισμούς στην Ευρώπη. Η Ιταλία έχει ήδη μια μακρά ιστορία συμμετοχής αρχικά των μετεξελίξεων του MSI και αργότερα της Λέγκα σε κυβερνήσεις, όπως και η Αυστρία ή ο Ολλανδία, ενώ θα μπορούσε κανείς να αναφέρει και παλαιότερα τη συμμετοχή του ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση Παπαδήμου.

Ωστόσο, στη Γερμανία, παρότι τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες ένα μεγάλο μέρος του προσωπικού του ναζιστικού καθεστώτος «ανακυκλώθηκε» στον κρατικό μηχανισμό, εντούτοις υπήρχε πάντοτε μια ισχυρή διαχωριστική γραμμή ως προς την πολιτική αναγνώριση της ακροδεξιάς στις διάφορες παραλλαγές της. Ας μην ξεχνάμε ότι είναι μια χώρα όπου οι υπηρεσίες ασφαλείας πάντα παρακολουθούσαν όχι μόνο οργανώσεις της ριζοσπαστικής αριστεράς αλλά και της άκρας δεξιάς.

Η ίδια η Άνγκελα Μέρκελ έδειχνε να είναι μια από τις φωνές μέσα στο κόμμα της που υπερασπιζόταν αυτή τη διαχωριστική γραμμή. Αυτό επανέλαβε και τώρα κατηγορώντας ουσιαστικά τα μέλη του κόμματος στη Θουριγγία ότι παραβίασαν μια βασική πεποίθηση της CDU ότι με τίποτα δεν μπορούν να διαμορφώνονται πλειοψηφίες με την AfD.

Ωστόσο όλα τα τελευταία χρόνια είναι σαφές ότι έχει αρχίσει να καταγράφεται μια πραγματική ηγεμονία της ακροδεξιάς ως προς πολύ κρίσιμες πλευρές της κυβερνητικής πολιτικής και στη Γερμανία. Το παράδειγμα της μεταναστευτικής πολιτικής όπου η ουσιαστικά η Άνγκελα Μέρκελ ηττήθηκε ως προς την αρχική της θέση για την μαζική ευρωπαϊκή αποδοχή προσφύγων από τη Συρία είναι από αυτή την άποψη χαρακτηριστικό.

Επιπλέον, τόσο το αδελφό βαυαρικό κόμμα, η CSU, όσο και μια ισχυρή μερίδα του κόμματος, όχι μόνο έχουν πιέσει για να πάει η CDU σε συντηρητικές, αυταρχικές και σε ορισμένα ζητήματα ακροδεξιές θέσεις ώστε να ανακόψει την εκλογική αιμορραγία προς την AfD αλλά και είχαν αρχίσει να θεωρούν ότι θα μπορούσε να αρθεί έστω και εν μέρει η «υγειονομική ζώνη» γύρω από την ακροδεξιά.

Η αναγκαστική αναδίπλωση

Η έντονη αντίδραση της Άνγκελα Μέρκελ όπως και της διαδόχου στην ηγεσία της CDU Άνεγκρετ Κραμπ-Καρενμπάουερ στις εξελίξεις στη Θουριγγία όπως και συνολικά ο θόρυβος που προκλήθηκε σε ομοσπονδιακό επίπεδο, σε συνδυασμό ότι με δεδομένη την κάθετη αντίθεση και της Die Linke και της SPD στη νέα κυβέρνηση, που θα δημιουργούσε μια διαρκή εμπλοκή στην τοπική Βουλή (εάν η νέα κυβέρνηση δεν επιθυμούσε να αποζητά τη στήριξη των ακροδεξιών, όπως έσπευσαν να δηλώσουν οι εκπρόσωποι του FDP), οδήγησε τα τοπικά κόμματα σε αναδίπλωση.

Έτσι, ο άρτι εκλεγείς Κέμεριχ αναγκάστηκε μια μέρα μετά την εκλογή του να δηλώσει ότι θα ζητήσει να προκηρυχθούν νέες εκλογές, με την ελπίδα ότι αυτή τη φορά θα διαμορφωθούν διαφορετικοί συσχετισμοί.

Εύλογα θα μπορούσε κανείς να εικάσει ότι ειδικά στην ηγεσία της CDU βάρυνε και η εκτίμηση ότι μια τέτοιας κλίμακας νομιμοποίηση των ακροδεξιών, τελικά θα οδηγούσε σε ακόμη μεγαλύτερη ενίσχυσή τους σε επόμενες εκλογικές μάχες.

Ωστόσο, το πρόβλημα παραμένει και δεν αφορά μόνο τη Γερμανία. Με τα κεντροδεξιά (και σε κάποιες περιπτώσεις και τα κεντροαριστερά) κόμματα να αναδιπλώνονται σε πιο σκληρές θέσεις σε ζητήματα μετανάστευσης ή κρατικής καταστολής, στην πραγματικότητα διαμορφώνεται ένας ιδιότυπος φαύλος κύκλος όπου η μετατόπιση του «Κέντρου» προς τα δεξιά, για να ανακοπεί υποτίθεται η άνοδος της ακροδεξιάς, καταλήγει τελικά στην εκ νέου νομιμοποίησή της, εφόσον οι θέσεις της γίνονται τμήμα του πολιτικού mainstream, και τελικά στην εκ νέου ενίσχυσή της.