Στο πλαίσιο του άτυπου μήνα πανηγυρισμών από την «έξοδο από τα μνημόνια», ο Αλέξης Τσίπρας βρέθηκε στο Ευρωκοινοβούλιο.

Βασικό στίγμα της ομιλίας του ότι αυτός μπόρεσε να συνδυάσει τη δημοσιονομική προσαρμογή με τη κοινωνική προστασία και δικαιοσύνη και ότι εκπροσωπεί την τομή ανάμεσα στις προοδευτικές και τις νεοφιλελεύθερες δυνάμεις στην Ευρώπη.

Μάλιστα, υπογράμμισε ότι η δική του πολιτική κατεύθυνση μπορεί να αποτελέσει την απάντηση απέναντι στον ακροδεξιό λαϊκισμό που απειλεί σήμερα την Ευρώπη.

Σε αυτό το πλαίσιο κάλεσε τους επικριτές του το 2015 να παραδεχτούν ότι η αμφισβήτηση του νεοφιλελευθερισμού από τον ΣΥΡΙΖΑ δεν απειλούσε, αλλά στήριζε το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.

Γι’ αυτό το λόγο και επέμεινε ότι δεν άλλαξε όλα αυτά τα χρόνια, ούτε αυτός ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ.

Όμως, μια πιο προσεκτική ανάγνωση της πρακτικής και των επιλογών του Αλέξη Τσίπρα αυτά τα χρόνια, δείχνει ότι τα πράγματα δεν είναι ακριβώς όπως τα λέει.

Νεοφιλελεύθεροι

Καταρχάς, είτε θέλει να το παραδεχτεί είτε όχι, ο Αλέξης Τσίπρας και η κυβέρνησή του δεν αποτέλεσαν καμία τομή με το νεοφιλελευθερισμό.

Αν με τον όρο «νεοφιλελευθερισμός» αναφερόμαστε σε μια πολιτική που στηρίζεται στις ιδιωτικοποιήσεις, στην απελευθέρωση της αγοράς εργασίας, στη μετάβαση από το αναδιανεμητικό στο ανταποδοτικό-κεφαλαιοποιητικό ασφαλιστικό σύστημα, στη συγκράτηση του κόστους εργασίας, τότε η πολιτική που ασκεί η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ από το 2015 και μετά μόνο ως νεοφιλελεύθερη μπορεί να χαρακτηριστεί.

Για την ακρίβεια ο Αλέξης Τσίπρας θα πρέπει να αναλογιστεί πόσο «αριστερή» είναι μια κυβέρνηση που έχει ρεκόρ ιδιωτικοποιήσεων (παρότι τις ονομάζει «επενδύσεις), μείωση των μέσων μισθών και παραπέρα επέκταση της μερικής απασχόλησης.

Άλλωστε, ακόμη και ορισμένα από τα «κοινωνικά» μέτρα που έχει πάρει η κυβέρνησή του, όπως είναι για παράδειγμα η αύξηση των κοινωνικών επιδομάτων δεν είναι ακριβώς ιδιαίτερα ριζοσπαστικά.

Για την ακρίβεια, εδώ και αρκετά χρόνια η «επιδοματική» πολιτική αποτέλεσε το υποκατάστατο της αναδιανομής σε χώρες που έκαναν τη στροφή από το μεταπολεμικό «κοινωνικό κράτος» στις πολιτικές του νεοφιλελευθερισμού.

Κάποτε μάλιστα, η αριστερά κατηγορούσε αυτές τις πολιτικές των επιδομάτων θεωρώντας τις πολιτικές κρατικής ελεημοσύνης που δεν μπορούσαν να υποκαταστήσουν τις πολιτικές πλήρους κάλυψης των κοινωνικών αναγκών.

Στην πραγματικότητα, ο Αλέξης Τσίπρας δεν αποτέλεσε παράδειγμα «τομής» με το νεοφιλελευθερισμό αλλά το ακριβώς αντίθετο.

Η κυβερνητική του εμπειρία απέδειξε πως στην αναμέτρηση ανάμεσα στις αξίες της αριστεράς και τις απαιτήσεις της κυβερνητικής διαχείρισης εντός της «νεοφιλελεύθερης Ευρώπης» που κάποτε κατήγγειλε, ήταν οι απαιτήσει της διακυβέρνησης που κέρδισαν. Και μάλιστα κατά κράτος.

Όλα για την καρέκλα

Αποτέλεσε, ταυτόχρονα, παράδειγμα, του πώς μπροστά στην ανάγκη να παραμείνει στην εξουσία, ένα κόμμα της αριστεράς μπορούσε να εφαρμόσει όλες τις πολιτικές που κάποτε αντιπάλευε και μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις πιο αποτελεσματικά από τους αντιπάλους του.

Και μπορεί να υποστήριξε ότι το έκανε ώστε μετά να εφαρμόσει «προοδευτικές» πολιτικές, όμως οι ίδιες οι δεσμεύσεις πολιτικής που έχει αναλάβει παραπέμπουν στο αντίθετο. Ποια είναι τα προοδευτικά στοιχεία σε ένα μεσοπρόθεσμο που ουσιαστικά προεκτείνει τα μνημόνια;

Θα ήταν μάλιστα κακός οδηγός να θεωρήσει ότι οι επικριτικές τοποθετήσεις που άκουσε στην Ευρωβουλή, από εκπροσώπους της κεντροδεξιάς και των φιλελευθέρων είναι απόδειξη της «αριστεροσύνης» του.

Η πολιτική αντιπαράθεση μερικές φορές έχει και τη θεατρικότητά της, ιδίως σε μια προεκλογική εκστρατεία για τις ευρωεκλογές που μόλις ξεκίνησε, χωρίς αυτό να σημαίνει κάτι για την ουσία των πραγμάτων.

Όσο για το ποιος αντιπαλεύει την ακροδεξιά στην Ευρώπη, καλό είναι ο Αλέξης Τσίπρας να θυμάται ότι σε μεγάλο βαθμό η ενίσχυση της ακροδεξιάς σε όλη την Ευρώπη είναι το αποτέλεσμα της αποτυχίας να υπάρξει μια απάντηση στις ανάγκες της κοινωνίας από προοδευτική σκοπιά. Γιατί όταν κόμματα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, που υποτίθεται ότι εκπροσωπούσαν την προοδευτική εναλλακτική καταλήγουν να συνθηκολογούν και να εφαρμόζουν μνημόνια, τότε αυξάνεται η πιθανότητα δυσαρεστημένα κομμάτια των κοινωνιών να στραφούν στην άκρα δεξιά.