Μέσα σε λίγες ώρες μια ζωντανή και χαρούμενη πόλη που «γιόρταζε» το καλοκαίρι είχε καταστραφεί. «Μου θύμισε την έκρηξη της Πομπηίας» είπε αυτόπτης μάρτυρας σε ρεπορτάζ που φιλοξένησε ο τηλεοπτικός σταθμός του BBC. «Τρέχαμε και οι φλόγες μάς έκαιγαν την πλάτη. Ολα συνέβησαν τόσο γρήγορα». Δεν ήμουν εκεί, όμως ακούγοντάς τον κούνησα το κεφάλι καταφατικά. Το οδοιπορικό μας στην περιοχή της τραγωδίας μαρτυρούσε εύγλωττα αυτό που επιτάχυνε τις δυνάμεις του θανάτου το βράδυ της Δευτέρας: Ολα συνέβησαν με αστραπιαίους ρυθμούς. Ολα έγιναν γρήγορα και έγιναν σε μια κατοικημένη περιοχή μόλις 35 χιλιόμετρα έξω από την Αθήνα. Τα πάντα στον τόπο της καταστροφής μαρτυρούσαν αιφνιδιασμό.

ΣΟΚΑΡΙΣΤΙΚΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ. Στη δημοσιογραφική αποστολή που είχα πραγματοποιήσει στις φονικές πυρκαγιές της Πελοποννήσου πριν από 11 χρόνια οι εικόνες ήταν σοκαριστικές. Η Πελοπόννησος ήταν μια κόλαση. Ομως όλα τότε έδειχναν να έχουν κινηθεί απελπιστικά αργά. Η φωτιά στην Ηλεία έκαιγε συνεχόμενα επί τρεις μέρες και όλοι παρακολουθούσαμε τον όλεθρο να εξελίσσεται. Το ένα μέρος καιγόταν μετά το άλλο. Είχαμε τον χρόνο να αναλύσουμε τις τακτικές της Πυροσβεστικής, να αναρωτηθούμε προς τα πού θα συνεχίσει τη διαδρομή του το πύρινο μέτωπο ενώ οι δημοσιογράφοι σκεφτόμασταν ποια θα έπρεπε να είναι η βάση μας για τις πολυήμερες αποστολές όπου μας είχαν στείλει τότε οι εφημερίδες και οι τηλεοπτικοί σταθμοί για τις ανάγκες του ρεπορτάζ. Επελέγη η Ζαχάρω καθώς στα χώματά της βρήκαν μαρτυρικό θάνατο, μέσα στις φλόγες, τα περισσότερα θύματα εκείνης της καταστροφής. Αυτή τη φορά ήταν αλλιώς. Μέσα σε τρεις ώρες απανθρακώθηκαν ο Νέος Βουτζάς και το Μάτι. Από μια πυρκαγιά 100 φορές μικρότερη, όπως είπαν οι επιστήμονες, από αυτήν της Πελοποννήσου. Οι φλόγες περνούσαν από τη μία περιοχή στην άλλη κάθε δεκαπέντε λεπτά. Στους δρόμους που οδηγούν από τη Λεωφόρο Μαραθώνος στη θάλασσα έχασαν τη ζωή τους άνθρωποι επειδή εγκλωβίστηκαν στα αυτοκίνητά τους. Βρέθηκαν νεκροί στον δρόμο επειδή δεν πρόλαβαν να φύγουν. Ηταν άνθρωποι με τα μαγιό τους, με πιζάμες, οικογένειες που έτρωγαν σε ταβέρνες, χαρούμενοι με τα παιδιά τους. Κι έπειτα, μέσα σε λίγα λεπτά, χάθηκαν όλα. Σαν να έπεσε βόμβα ναπάλμ. Πανικόβλητοι προσπαθούσαν να σωθούν, ο χρόνος δεν επαρκούσε. Αφησαν ξεκλείδωτες τις πόρτες, εγκατέλειψαν ξαφνικά τα πάντα. Οι περισσότεροι δεν ήξεραν πού να πάνε. Οι 26 που βρέθηκαν αγκαλιασμένοι αναζητώντας ματαίως οδό διαφυγής πίστευαν ότι θα φτάσουν στην παραλία ενώ στην πραγματικότητα βάδιζαν προς τον γκρεμό. Δεν επιχειρήθηκαν καν οργανωμένες εκκενώσεις των οικισμών. Ενα παιδί έπεσε από τα βράχια για να σωθεί. Επικράτησε τρόμος και πανικός.

ΘΥΜΑΜΑΙ ΤΗ ΜΑΝΑ. Στην Πελοπόννησο, το 2007, συντελέστηκε μία από τις μεγαλύτερες φυσικές καταστροφές στην Ιστορία της χώρας. Τότε, στα τέλη Αυγούστου, όταν φτάσαμε στην περιοχή βλέπαμε απανθρακωμένα ζώα που είχαν φύγει τρέχοντας από το δάσος για να σωθούν, θρηνήσαμε για το πευκοδάσος του Καϊάφα, φοβηθήκαμε για την Αρχαία Ολυμπία. Υπήρξαν κι εκεί θύματα που χάθηκαν από ασφυξία, εγκλωβισμένα σε αυτοκίνητα. Θυμάμαι τη μάνα που βρέθηκε νεκρή αγκαλιά με τα τέσσερα παιδιά της. Οσο κι αν συνηθίζει το δημοσιογραφικό μάτι, όσο κι αν αναπτύσσει άμυνες ο οργανισμός, η Μάκιστος και η Αρτέμιδα που έγιναν ανθρώπινα φέρετρα δεν φεύγουν από το μυαλό όποιου τα έζησε. Ομως ήταν μια φωτιά που ξεκίνησε μέσα στη φύση. Οχι μια πυρκαγιά στην Αττική, στην καρδιά των αποφάσεων, δίπλα στις δυνάμεις επέμβασης. Σε καμία περίπτωση δεν επιχειρούνται συγκρίσεις. Η μυρωδιά του θανάτου είναι ίδια παντού. Ο πόνος δεν μπαίνει σε ζυγαριά. Ούτε η ταχύτητα της καταστροφής δικαιολογεί την κρατική αδιαφορία. Αλλωστε αυτό είναι το ζητούμενο: τα φυσικά φαινόμενα μπορεί να είναι αναπόφευκτα, οι απώλειες ανθρώπινων ζωών όχι. Οι μετά θάνατον θρήνοι όσων ευθύνονται για την προστασία των πολιτών είναι βαθιά υποκρισία. «Ο θάνατος είναι σίγουρος, η ώρα του δεν είναι» λέει ένα λατινικό ρητό. Ας μην την επισπεύδουμε.