Το πάλαι ποτέ ανέκδοτο «αλβανός τουρίστας» αποσύρθηκε λόγω αχρησίας από την κυκλοφορία, αλλά πίστευα πως η εξίσου σκωπτική έκφραση «βραζιλιάνος τερματοφύλακας» δεν θα χάσει ποτέ την υπόσταση της.

Αμ δε! Την κατέρριψε προχθές ο Αλισον, όπως την είχε καταργήσει πέρυσι ο συμπατριώτης του Εντερσον, τη θέση του οποίου έφαγε κιόλας ο νέος τερματοφύλακας της Λίβερπουλ στο Μουντιάλ.

Αυτή εντέλει είναι η πλάκα με τους βραζιλιάνους τερματζήδες: άλλοι απέκρουαν υπέροχα, πληρώθηκαν αδρά γι’ αυτή την ικανότητά τους και αποθεώθηκαν, ενώ άλλοι τα …ρούφαγαν υπέροχα, καταδικάσθηκαν ισοβίως και πέθαναν καταραμένοι στην ψάθα!

Το κακό με δαύτους είναι ότι η μειοψηφία επικρατεί της πλειοψηφίας: τουτέστιν για κάθε Αλισον, που αποτελεί την ακριβότερη μεταγραφή τερματοφύλακα στα χρονικά (75 εκατ. ευρώ) για κάθε Εντερσον, για κάθε Ντίντα, για κάθε Σέζαρ, για κάθε Ταφαρέλ και για κάθε (άγιο) Μάρκος, θα υπάρχει ένας Βαλντίρ Πέρες και –ακόμη χειρότερα –ένας Μοασίρ Μπαρμπόσα για να τρώνε συλλήβδην τη λέζα, να κουβαλάνε τις κατάρες ενός ολόκληρου λαού και να μην μπορούν να αναπαυθούν εν ειρήνη ούτε στον τάφο τους!

Στον Μπαρμπόσα, που θεωρήθηκε ένοχος για το περιβόητο «Maracanazo» στον τελικό του Μουντιάλ του 1950 με την Ουρουγουάη, απαγορεύθηκε ακόμη και η είσοδος στα γήπεδα και όπως έλεγε κλαίγοντας γοερά «ενώ η μέγιστη ποινή που προβλέπει η νομοθεσία για ένα έγκλημα είναι η τριακονταετής κάθειρξη, εγώ καταδικάσθηκα σε ισόβια για κάτι που δεν διέπραξα!».

Τριάντα δύο χρόνια αργότερα, το 1982, στη Βαρκελώνη ο Βαλντίρ Πέρες «κρέμασε» τους Μάγους, που είδαν το jogo bonito να γίνεται παιχνιδάκι στα πόδια του Πόλο Ρόσι και δέχθηκε όλα τα αναθέματα.

Ο Μπαρμπόσα έφυγε από τη ζωή το 2000 και ο Πέρες το 2017, αλλά για τους δυο δακτυλοδεικτούμενους τερματοφύλακες το πνεύμα της χριστιανικής νεκρώσιμης ακολουθίας αποδείχθηκε κενό: πήγαν σε έναν τόπο ένθα ουκ απέδρα οδύνη, λύπη και στεναγμός!