Οι τουρκικές εκλογές παρήγαγαν πολύ διαφορετικά αποτελέσματα από εκείνα που ανέμενε η «συμβατική λογική». Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κατήγαγε αποφασιστική νίκη∙ το νέο προεδρικό του σύστημα έλαβε σφραγίδα έγκρισης από το εκλογικό σώμα. Το γεγονός όμως πως δεν επέτρεψαν στο AKP να απολαμβάνει απόλυτη πλειοψηφία στο κοινοβούλιο είναι ένα σημαντικό μήνυμα για τον Ερντογάν. Δείχνει πως περιμένουν από αυτόν μία πιο συμφιλιωτική και συμπεριεκτική προσέγγιση στην πολιτική και τον τρόπο χάραξής της. Μένει να φανεί αν ο Ερντογάν θα το δει αυτό ως μία ευκαιρία να αντιμετωπίσει τον μακρύ κατάλογο προκλήσεων που αντιμετωπίζει η Τουρκία και να ανοικοδομήσει τη δημοκρατία και την οικονομία της, μαζί και τον σεβασμό που απολάμβανε κάποτε ο ίδιος διεθνώς.

Η προσέγγιση που θα υιοθετήσει ο Ερντογάν αναφορικά με την οικονομία θα είναι ένας καλός δείκτης του δρόμου που σκοπεύει να λάβει. Η στρατηγική που υιοθέτησε προεκλογικά, κατηγορώντας εξωτερικούς παράγοντες και τους εγχώριους συνεργάτες τους για τα δεινά της τουρκικής οικονομίας, μοιάζει να βρήκε απήχηση στους ψηφοφόρους –αντίθετα με τις προσδοκίες. Η προεκλογική ρητορική, ωστόσο, δεν πρόκειται να ρίξει τον πληθωρισμό ή το ποσοστό της ανεργίας από τα νέα τους ύψη, ούτε θα διορθώσει τα διαρθρωτικά προβλήματα, όπως είναι τα επίμονα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών. Το γεγονός πως το τουρκικό νόμισμα υποχώρησε από 2,14, όταν ο Ερντογάν πρωτοεξελέγη πρόεδρος το 2014, στο 4,68 έναντι του δολαρίου επιβάλλει την υιοθέτηση σοβαρών πολιτικών. Η μεταρρύθμιση της οικονομίας καθιστά αναγκαία τη στενή συνεργασία με το κοινοβούλιο καθώς και την επαναφορά του κράτους δικαίου.

Η Τουρκία έχει να αντιμετωπίσει μια μακρά σειρά προκλήσεων στους τομείς της εξωτερικής πολιτικής και της ασφάλειας, που κυμαίνονται από την κατάσταση στη Συρία έως την κακή κατάσταση των σχέσεων με τους παραδοσιακούς διατλαντικούς της συμμάχους. Είναι σαφές πως οι εκκλήσεις υποψηφίων της αντιπολίτευσης, ιδιαίτερα του Μουχαρέμ Ιντζέ, για βελτίωση των σχέσεων με την ΕΕ δεν βρήκαν αποφασιστική απήχηση στους ψηφοφόρους. Αντ’ αυτών, επικράτησε η αντιδυτική ρητορική που μετέρχεται ο Ερντογάν και το περιβάλλον του. Είναι δύσκολο όμως να δούμε πώς θα μπορέσει η Τουρκία να διαχειριστεί τις γεωπολιτικές προκλήσεις που προκύπτουν στην περιοχή από τη δράση του Ιράν και της Ρωσίας χωρίς να μεταρρυθμίσει την εξωτερική πολιτική της. Επιπλέον, η ανάγκη της τουρκικής οικονομίας για εμπόριο σε μία περίοδο αυξανόμενου προστατευτισμού αποδεικνύει την επείγουσα ανάγκη συνεργασίας με την ΕΕ, του μεγαλύτερου μακράν οικονομικού εταίρου της και πηγής άμεσων ξένων επενδύσεων. Μένει να αποδειχθεί αν ο Ερντογάν είναι έτοιμος να ακούσει τις φωνές της λογικής στο κοινοβούλιο, που ζητούν βελτίωση των σχέσεων με την ΕΕ και να μαλακώσει τη λαϊκιστική ρητορική του.

Ο Κεμάλ Κιριστζί είναι διευθυντής του Κέντρου του Ιδρύματος Brookings για τις ΗΠΑ και την Ευρώπη και επιστημονικός συνεργάτης της TUSIAD, της Τουρκικής Ενωσης Βιομηχανιών και Επιχειρήσεων. Το άρθρο του δημοσιεύθηκε στο μπλογκ του Brookings και αναδημοσιεύεται στην Ελλάδα κατ’ αποκλειστικότητα από «ΤΑ ΝΕΑ».