Η Ιστορία αναγνωρίζει στην ανθρώπινη εξέλιξη στοιχεία αν όχι μόνιμα, τουλάχιστον διαρκή, που επαναλαμβάνονται σε διάφορες εποχές, ομολογώντας ταυτόχρονα τη σχεδόν αστείρευτη ποικιλία των συνδυασμών τους. Οπως λέει ο Marc Bloch, «εξετάζοντας πώς και γιατί διαφοροποιείται το χθες από το προχθές, η Ιστορία βρίσκει κατά προσέγγιση το μέσο να προβλέπει με ποιες έννοιες το αύριο θα αντιπαρατεθεί με τη σειρά του στο χθες». Ο επαγγελματίας ιστορικός έχει επομένως μια χρήσιμη ποιότητα για να ασκεί την ιδιότητα του πολίτη, να αναγνωρίζει κάποια κοινωνικά μοτίβα που επαναλαμβάνονται, να διακρίνει τους μηχανισμούς των εξελίξεων· και φυσικά να είναι πάντοτε ιδιαιτέρως επιφυλακτικός στις συγκρίσεις.

Ο λαϊκισμός, η Ακροδεξιά και ο προστατευτισμός είναι τάσεις που ανιχνεύονται σε πολλές χώρες και σήμερα, όπως και στις κοινωνίες της δεκαετίας του 1930. Οι τάσεις αυτές πλαισιώνουν τώρα και τότε δύο μεγάλες οικονομικές κρίσεις, τη μεγάλη χρηματιστική κρίση του 2007-2009 και τη Μεγάλη Υφεση του 1930. Κάπου εδώ όμως οι παραλληλισμοί χάνουν τη διεισδυτικότητά τους. Αν οι οικονομολόγοι (κι αυτό αναδείχθηκε τόσο στην κρίση του 1970 όσο και στην τελευταία κρίση του 2007-2009) δεν έχουν καταφέρει να εξηγήσουν τη Μεγάλη Υφεση, θεωρώντας την το Ιερό Δισκοπότηρο των μακροοικονομικών, και αδυνατούν να προωθήσουν εμπειρικές προτάσεις για τις επόμενες κρίσεις, είναι προφανές ότι οι ιστορικοί μπορούν ακόμη λιγότερο να εδραιώσουν αναλογίες και παραλληλισμούς με τη δεκαετία του 1930. Στο μέτρο που η δουλειά των ιστορικών αναφέρεται στο συνολικό κοινωνικό πλαίσιο και δεν περιορίζεται σε αναλύσεις αριθμών και ποσοστών, οι αναγωγές και οι συγκρίσεις είναι εξαιρετικά δύσκολες. Γι’ αυτό και υπάρχει μεγάλη απόσταση μεταξύ της διαπίστωσης κοινών τάσεων σε συγκεκριμένες ιστορικές περιόδους και των προτάσεων που προσκαλούν σε δυσοίωνες συγκρίσεις της εποχής μας με τη δεκαετία, στο τέλος της οποίας ξεκίνησε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Αυτές οι προτάσεις, μεμψίμοιρες ή απειλητικές, που εισηγούνται όλο και συχνότερα διάφοροι πολιτικοί της Ευρώπης, αναδεικνύουν κατεξοχήν την αδυναμία της πολιτικής τους να αναλύσει και να εξηγήσει τις κοινωνικές συμπεριφορές: προσπαθεί, συνεπώς, να τις κατευθύνει με την επίκληση των κινδύνων του ολοκληρωτισμού και του πολέμου. Τα ιστορικά σχήματα όμως που γίνονται παραδειγματικοί μύθοι στον δημόσιο στίβο δεν είναι ούτε Ιστορία ούτε πολιτική πράξη. Δεν είναι βέβαια και δημαγωγία ή λαϊκισμός, αλλά μάλλον μια προσπάθεια καταπολέμησής τους. Η απόπειρα κινητοποίησης της ιστορικής συνείδησης με την υπενθύμιση των συμφορών του παρελθόντος είναι σήμερα ένας τρόπος αντιμετώπισης του λαϊκισμού, που φαντάζει όμως ιδιαιτέρως ανίσχυρος.

Ας πάρουμε ωστόσο τους όρους με τη σειρά, ξεκινώντας από τον προστατευτισμό. Η κίνηση του Τραμπ να αυξήσει τους δασμούς εισαγωγής σε διάφορα προϊόντα μπορεί να θυμίζει τον νόμο των Hawley-Smoot που ψηφίστηκε τον Ιούνιο 1930 και αύξησε τους ήδη υψηλούς (με τον νόμο Fordney-Mac Cumber του 1922) εισαγωγικούς δασμούς των ΗΠΑ· μπορεί να υπενθυμίζει ακόμη και την εγκατάλειψη του ελεύθερου εμπορίου από το Ηνωμένο Βασίλειο στα τέλη του 1931 και την οριστική ρήξη με μια βρετανική παράδοση αιώνων. Δεν εδραιώνει ωστόσο μια αποκλειστική σχέση της σημερινής συγκυρίας με τη δεκαετία του 1930. Κατ’ αρχάς επειδή ο προστατευτισμός ήταν από τον 19ο αιώνα μια πολιτική των κρατών σε περιόδους οικονομικών κρίσεων για να αμβλυνθούν οι κοινωνικές αντιδράσεις και να διατηρηθεί η κοινωνική συνοχή. Δεύτερον, επειδή η αμερικανική δεκαετία του 1930 δεν ταυτίζεται με όσα έγιναν (ή μάλλον δεν έγιναν) μέχρι τον Μάρτιο 1933, αλλά με τη Μεγάλη Κυβέρνηση του Roosevelt, με τους δημοκράτες του Βορρά και των μεγάλων πόλεων, με τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις, την ομοσπονδιακή παρέμβαση, την κοινωνική πρόοδο. Τίποτε από αυτά δεν αφήνει περιθώρια σύγκρισης με την πολιτική του Τραμπ.

Αυτό που ανησυχεί τους Ευρωπαίους στην αμερικανική πολιτική είναι ο απομονωτισμός των ΗΠΑ, που αν και συνδέεται με μια μεγάλη παράδοση από την εποχή του Washington ή του Monroe, η οποία εξαίρει την αποστολή της χώρας στον κόσμο και αποφεύγει τις ακάθαρτες επαφές, μετά τις συμφωνίες του Bretoon Woods (1944) δεν είχε διεκδικήσει ξανά δυναμικά το προσκήνιο. Δεν έχουμε χώρο να εξετάσουμε τις διαστάσεις αυτής της ευρωπαϊκής ανησυχίας και σε αυτή την περίπτωση όμως ο απομονωτισμός της δεκαετίας του 1930 ήταν διαφορετικός, είχε ποικίλες προελεύσεις: από τον φασιστικό απομονωτισμό του German-American Bund και του Christian Front που θέλουν τις ΗΠΑ στο περιθώριο για να επιτρέψουν την τελική επικράτηση της Γερμανίας, μέχρι τον απομονωτισμό που υποστηρίζει το πασιφιστικό κίνημα ή εκείνο των υπερασπιστών του New Deal που θέλουν να ξεμπερδεύουν οριστικά με την παλιά οικονομική και κοινωνική τάξη.

Εκείνο, τέλος, που ανησυχεί τους Ευρωπαίους και όλους εμάς στην αμερικανική πολιτική είναι ο λαϊκισμός της, η έλλειψη δισταγμών, η απουσία μέτρου. Ο λαϊκισμός βέβαια δεν συνδέεται αποκλειστικά με την Ακρα Δεξιά, μπορεί κατά περίπτωση να είναι αριστερός ή σοσιαλιστικός. Αν υπάρχει μια αποκλειστική σχέση του λαϊκισμού είναι η σύνδεσή του με τον φασισμό, και εδώ βρίσκεται πιθανόν η πιο ανησυχητική διάσταση των αναλογιών με τη δεκαετία του 1930. Η δυσαναλογία ανάμεσα στην υλική και αριθμητική δύναμη του φασισμού και την πολιτική του αποτελεσματικότητα, η αξιοποίηση εκ μέρους του της απρόσωπης φύσης των οικονομικών κρίσεων, η διείσδυσή του αδιακρίτως σε όλα τα πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας, η ικανότητά του να χρησιμοποιεί ή να αγνοεί κατά βούληση τις κοινωνικές τάσεις, η διάχυση κοινωνικών παρορμήσεων ή στερεοτύπων στην πολιτική και την οικονομία, όλα είναι μοτίβα της ανάδειξης του φασισμού στη δεκαετία του 1930 που αποκτούν μια επίμονη και οδυνηρή επικαιρότητα.

Η Αννα Μαχαιρά είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Ευρωπαϊκής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων