Τα μαλλιά του Σον Κόνερι άρχισαν από νωρίς να αραιώνουν –προτού κλείσει τα είκοσι. Σε όλες τις ταινίες του ως Τζέιμς Μποντ (ανέλαβε τον ρόλο στα 32 του) ο Κόνερι εμφανίζεται με κάποιας μορφής προσθήκη μαλλιών και σε πολλές άλλες φορά εμφανώς περουκίνι. Κάτι που δεν συνέβη ποτέ στην ιδιωτική του ζωή. Ο Κόνερι θα μπορούσε να κρύψει εξαρχής τη διαρκώς αυξανόμενη τριχόπτωσή του, αν φυσικά το φλέγον για το ανδρικό φύλο αυτό ζήτημα τον έκαιγε. Φαίνεται όμως ότι όχι απλώς δεν τον ενδιέφερε αλλά κατά καιρούς έχει τολμήσει να κάνει και αστεία επί του θέματος. Σε μια ξεχασμένη σήμερα ταινία του, τη «Νέα Υόρκη, Επιχείρηση Ατομική Βόμβα» –όχι από τις καλές του –ο φακός τον συλλαμβάνει να βγάζει την περούκα και να την πετά! Μια υπέροχη στιγμή αυτοσαρκασμού!

Οταν ξέκοψε απ’ τον Μποντ, ο Κόνερι αποφάσισε (και το κράτησε) να φορά περούκα όσο το δυνατόν λιγότερο. Του έκανε εντύπωση που στο Λος Αντζελες «ο κόσμος ξενίζει βλέποντας λιγοστές τρίχες στο κεφάλι σου». Μάλιστα, το θέμα είχε συζητηθεί τόσο πολύ που στη δεκαετία του 1980 εταιρεία τού πρότεινε ένα αστρονομικό ποσό για να διαφημίσει περούκες. Μπορείτε κανείς να τον φανταστεί να κάνει κάτι τέτοιο;!

Ισως τελικά αυτή η άνεσή του με τα πράγματα να είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους σήμερα ο Σον Κόνερι βρίσκεται στη θέση όπου όλοι γνωρίζουμε. Στη θέση μιας από τις πιο αξιοσέβαστες προσωπικότητες του παγκόσμιου κινηματογράφου.

Γιατί σε αυτό το υψηλό σημείο, η φαλάκρα, βέβαια, δεν ενόχλησε ποτέ και κανέναν. Τουναντίον, το γυμνό κρανίο του Κόνερι τού προσθέτει κάτι παραπάνω από χάρη. Διόλου τυχαία, το περιοδικό «People» τον ανακήρυξε σεξουαλικότερο άντρα του 1989, ενώ έπειτα από ψηφοφορία των αναγνωστών του ίδιου περιοδικού, ο Κόνερι το 1999 κέρδισε τον τίτλο του σεξουαλικότερου άντρα της δεκαετίας!

Ο ίδιος όμως, ρεαλιστής μέχρι το κόκαλο, θα πει: «Πέρα από κάθε τι θα ήθελα όταν τα χρόνια περάσουν να είμαι ένας ωραίος γέρος. Σαν τον Χίτσκοκ ή τον Πικάσο» (παρεμπιπτόντως ήταν και οι δυο φαλακροί).

Μια τόσο μακρινή απουσία

Για όσους δεν το έχουν συνειδητοποιήσει τα χρόνια που έχουν περάσει από τότε που είδαμε τον Σον Κόνερι για τελευταία φορά στον κινηματογράφο είναι 15. Η τελευταία μέχρι σήμερα ταινία του είναι η «Συμμαχία», μια περιπέτεια φαντασίας, όπου υποδύθηκε τον Αλαν Κουόρτερμαν σε προχωρημένη ηλικία. Από τη μια πλευρά, κρίμα· ο Κόνερι είναι πάντα μια εγγύηση μπροστά στην κάμερα. Από την άλλη ίσως τελικά να μην πειράζει και τόσο. Τον έχουμε στο μυαλό μας νεότατο, ώριμο, μεσήλικο, ακόμα και ηλικιωμένο. Τον έχουμε χορτάσει όπως κι εκείνος έχει χορτάσει μια δουλειά που εγκατέλειψε την κατάλληλη στιγμή.

Αλλα πράγματα τον απασχολούν τα τελευταία χρόνια· ο χαρακτήρας αλλά και η καταγωγή του τον έχουν βοηθήσει να παραμείνει ακέραιος σε πολλούς τομείς της ζωής του. Οπως το γκολφ ήταν γι’ αυτόν μια ιεροτελεστία, οι πολιτικές δραστηριότητές του ανέκαθεν υπήρξαν έντονες: αυστηρός υποστηρικτής της ανεξαρτητοποίησης της Σκωτίας από το Ηνωμένο Βασίλειο, πιστό μέλος του Κόμματος των Εθνικιστών. Ενα τατουάζ στο μπράτσο του γράφει Scotland forever (Σκωτία για πάντα), ενώ δεν θυμάμαι να τον άκουσα ποτέ να μιλά χωρίς να υποστηρίζει τη βαριά σκωτσέζικη προφορά του, ούτε σε μια από τις παραπάνω από 60 ταινίες όπου έχει μέχρι σήμερα εμφανισθεί.

Κατά καιρούς, παρότι οι κακές γλώσσες τον θέλουν τσιγκούνη, ο Κόνερι ευεργετεί. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 είχε δωρίσει σε φιλανθρωπικά ιδρύματα όλο τον μισθό του για τον «Ρομπέν των Δασών» (περίπου 250.000 δολάρια) και το ίδιο είχε κάνει όταν επέστρεψε στον Τζέιμς Μποντ το 1971 με τα «Διαμάντια είναι παντοτινά», την τελευταία επίσημη ταινία του ως Μποντ (το «Ποτέ μην ξαναπείς ποτέ» που θα γύριζε αργότερα είναι εκτός επίσημης σειράς).

Σκωτσέζος Σερ!

Το σοβινιστικό πάθος και οι ακλόνητες πολιτικές πεποιθήσεις του Κόνερι ήταν που τον ανάγκασαν ν’ αρνηθεί δύο ανακηρύξεις του σε ιππότη από τη βασίλισσα της Αγγλίας, το 1997 και το 1998. Παρ’ όλ’ αυτά, το 2000 ενέδωσε και αποδέχθηκε την τιμή του σερ στο Παλάτι του Χόλιρουντ της γενέτειράς του, το Εδιμβούργο, ντυμένος με την παραδοσιακή κιλτ σκωτσέζικη φούστα, με το χαμόγελο στο στόμα, υπό την πολιορκία θαυμαστών του. Και χωρίς περουκίνι. Οι ευχαριστήριες δηλώσεις του υπήρξαν συντηρητικές και λιτές. Πολλοί Σκωτσέζοι ενοχλήθηκαν από αυτή την απόφασή του, όμως τελικά η στάση του Κόνερι απέναντι στην πατρίδα του ήταν και παραμένει σταθερή, τουλάχιστον στα πρακτικά θέματα: συνεισφέρει χρήματα σε μηνιαία βάση στα οικονομικά του Εθνικού Κόμματος της Σκωτίας.

Σήμερα ο Κόνερι δείχνει πανευτυχής δίπλα στην ζωγράφο, πάμπλουτη σύζυγό του, τη γαλλομαροκινής καταγωγής Μισελίν Ρόκμπρουν (με την οποία παλαιότερα είχε επισκεφτεί την Ελλάδα για να στηρίξει το έργο της). Το ηλικιωμένο ζευγάρι κατοικεί μεγάλο μέρος του χρόνου σε μια υπερπολυτελή έπαυλη στις Μπαχάμες, αγαπημένη τοποθεσία του Κόνερι. Η Ρόκμπρουν, την οποία παντρεύτηκε τον Μάιο του 1975, είναι η δεύτερη γυναίκα του μετά τη βρετανίδα ηθοποιό Νταϊάν Σιλέντο (1933-2011) με την οποία ο Κόνερι απέκτησε έναν γιο, τον Τζέισον. Ο τελευταίος προσπάθησε να ακολουθήσει τα βήματα του μπαμπά αλλά, κακά τα ψέματα, είναι γνωστός κυρίως ως «ο γιος του Σον Κόνερι». Η σχέση του Κόνερι με τη Σιλέντο κράτησε μια δεκαετία και ήταν γεμάτη σκαμπανεβάσματα, είχε μάλιστα γραφεί ότι τής συμπεριφερόταν βίαια.

Η έχθρα για τον Μποντ

Υπάρχει μια παρεξήγηση στη σχέση του Σον Κόνερι με τον διασημότερο ήρωά του, τον βρετανό μυστικό πράκτορα Τζέιμς Μποντ. Ενώ έχει δημιουργηθεί η εντύπωση ότι ο Κόνερι μίσησε τον ήρωα, αυτό δεν είναι αλήθεια. Απλώς όταν γύριζε στην Ιαπωνία την πέμπτη επίσημη της σειράς, το «Ζεις μονάχα δύο φορές», ο ηθοποιός έφτασε στο απροχώρητο με τις ταινίες Τζέιμς Μποντ και όχι με τον ίδιο τον ήρωα του Φλέμινγκ. Στην Ιαπωνία ο καιρός ήταν ανυπόφορα θερμός –40 βαθμοί το λιγότερο –και τα γυρίσματα στην Καγκασίμα διήρκεσαν έξι πολύ δύσκολους μήνες. Οπως ήταν φυσικό, με το «καλημέρα», όταν ο Κόνερι κατέβηκε από το αεροπλάνο στο Τόκιο, είχε να αντιμετωπίσει εκατοντάδες δημοσιογράφους και φωτορεπόρτερ. «Μιλούσες μαζί τους, έκανες ό,τι μπορούσες γι’ αυτούς, αλλά δεν ήταν ποτέ αρκετό» θα έλεγε αργότερα. «Μετά, ακόμα κι όταν πήγαινες στην τουαλέτα, τους έβρισκες μπροστά σου. Πολύ απλά, δεν μπορούσες να ξεφύγεις».

Φαίνεται ότι η πίεση ήταν όντως αφόρητη, λόγος που έφερε τον Κόνερι στο σημείο να προβεί σε δηλώσεις εξαιρετικά αρνητικές για τις ταινίες Μποντ, σαν όντως να τις απεχθανόταν για το σημείο όπου τον είχαν φέρει. Με αυτή την ταινία ο κύκλος του ως Μποντ θα έκλεινε, ο Κόνερι ήταν αποφασισμένος. Στην πραγματικότητα, με την ίδια τη δουλειά, το γύρισμα, ο Κόνερι διασκέδαζε, ενώ δεν έδειξε ποτέ έλλειψη σεβασμού απέναντι στους συνεργάτες του. Ηταν τα «άλλα» πράγματα που τον ενοχλούσαν φέρνοντάς τον στο σημείο να πει «ώς εδώ!», κάτι που ωστόσο δεν τήρησε διότι λίγα χρόνια αργότερα έπαιξε ξανά τον Τζέιμς Μποντ στην έκτη επίσημη ταινία της σειράς «Τα διαμάντια είναι παντοτινά».

Η Manchester United

Γεννημένος πριν από 88 χρόνια (25 Αυγούστου 1930) σε μια φτωχογειτονιά του Εδιμβούργου, ο Σον Κόνερι δεν έφτασε από τη μια στιγμή στην άλλη στο σημείο όπου εδώ και κάτι παραπάνω από μισό αιώνα βρίσκεται. Ο μεγαλύτερος από τους δύο γιους ενός ζευγαριού της εργατικής τάξης, ο Κόνερι πέρασε μεγάλο μέρος των νεανικών χρόνων του εργαζόμενος σε «μικρές» δουλειές, απλώς για να τα βγάζει πέρα. Παράτησε το σχολείο ενώ ήταν 14 χρονών και το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν μια δουλειά πλήρους ωραρίου. Στα 16 στρατολογήθηκε στο Βασιλικό Ναυτικό. Οπως πολλοί νέοι άνδρες στο Ναυτικό, ο Κόνερι ζήτησε να κάνει τατουάζ. Ωστόσο, σε αντίθεση με πολλούς, τα δικά του τατουάζ δεν ήταν αποτέλεσμα επιπόλαιης σκέψης. Αντιθέτως, το μεν «Scotland Forever» αντικατόπτριζε τη διά βίου δέσμευσή του απέναντι στην πατρίδα και το άλλο, «Mum and Dad», την οικογένεια.

Τρία χρόνια αργότερα, το στομαχικό έλκος του τον ανάγκασε ν’ αφήσει το Βασιλικό Ναυτικό: διανομέας γάλακτος, ναυαγοσώστης, τυπογράφος, ανθρακωρύχος και χτίστης. Για ένα διάστημα λουστράριζε φέρετρα.

Εχοντας ήδη στο ενεργητικό του μια τόσο «πλούσια» επαγγελματική δραστηριότητα, το ότι του δόθηκε η ευκαιρία να δοκιμαστεί και ως ηθοποιός δεν του προξένησε ιδιαίτερη εντύπωση. Για τον Κόνερι δεν ήταν παρά μία ακόμη δουλειά, μία ακόμη εμπειρία. Για το επάγγελμα του ηθοποιού και για το πώς του δόθηκε η ευκαιρία να το δοκιμάσει, έχει κάνει μια πολύ ενδιαφέρουσα δήλωση, η οποία χαρακτηρίζει από τη μια πλευρά την ταπεινότητά του και από την άλλη το σκωτσέζικο ταμπεραμέντο του, αυτό το ακλόνητο πείσμα που ανέκαθεν τον διέκρινε. «Βρισκόμουν στο Λονδίνο για τον διαγωνισμό του Μίστερ Υφήλιος, προσπαθούσα να κάνω κάτι διαφορετικό. Μόλις μου είχαν προτείνει να μπω στην ομάδα ποδοσφαίρου της Manchester United, ήμουν όμως 22 χρονών, ένιωθα αρκετά μεγάλος γι’ αυτήν τη δουλειά. Τότε, κάποιος μου είπε πως γύρευαν κόσμο για να συμπληρώσουν τη διανομή του χορού στο θεατρικό μιούζικαλ «South Pacific». Εμαθα πού θα γινόταν η πρόβα, πήγα, με δοκίμασαν και με προσέλαβαν. Αυτό ήταν. Μία ακόμη δουλειά».

Τα πρώτα βήματα

Μια δουλειά βέβαια την οποία δεν θα εγκατέλειπε ποτέ διότι μετά το «South Pacific» παρέμεινε στον ίδιο θίασο περίπου δύο χρόνια. Στη συνέχεια στράφηκε προς την τηλεόραση, πάντοτε στην Αγγλία, όπου δούλεψε για πέντε χρόνια. Μάλιστα, εκείνη την εποχή παραπλεύρως έκανε κι άλλες δουλειές. Υπήρξε μανεκέν για το κατάστημα ανδρικών ειδών Vince στο εμπορικό κέντρο του Λονδίνου. Εκεί δούλεψε έναν ολόκληρο χρόνο διαφημίζοντας ως μοντέλο ιταλικά πουκάμισα και ναυτικά γιλέκα που τότε ήταν της μόδας.

Η πρώτη φορά που ο Κόνερι φάνηκε να τραβάει την προσοχή των τηλεοπτικών παραγόντων αλλά και του κοινού ήταν το 1956 όταν πήρε τον πρώτο ρόλο στην τηλεταινία «Blood money» του Ραλφ Νέλσον όπου έπαιξε τον Μάουντεν (Βουνό) Μακ Λίντοκ, έναν πυγμάχο που ενώ έχει φάει τα ψωμιά του, πιέζεται τόσο πολύ από τον διεφθαρμένο μάνατζέρ του που αναγκάζεται να εξακολουθεί να ανεβαίνει στο ρινγκ. Στην ταινία –που λίγα χρόνια αργότερα μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο ως «Γίγας κυλισμένος στον βούρκο» από τον ίδιο σκηνοθέτη αλλά με τον Αντονι Κουίν στον ρόλο του Κόνερι –παίζει και ο φίλος του Κόνερι, ο Μάικλ Κέιν, κατά τρία χρόνια νεότερός του. Κόνερι και Κέιν είχαν περίπου την ίδια διαδρομή και πολλά χρόνια αργότερα, στα μέσα της δεκαετίας του 1970, ενώ είχαν γίνει παγκόσμιοι αστέρες, συναντήθηκαν ξανά σε δύο μεγάλες επιτυχίες: στον «Ανθρωπο που θα γινόταν βασιλιάς» του Τζον Χιούστον αλλά και στην πολεμική περιπέτεια του Ρίτσαρντ Ατένμπορο «Η γέφυρα του Αρνεμ».

Ηθοποιός «συμβολαίου»

Το 1957 ο Κόνερι άρχισε μια πεντάχρονη συνεργασία με την 20th Century Fox ως ηθοποιός «συμβολαίου». Για λογαριασμό της Fox γύρισε 10 ταινίες αλλά καμιά τους δεν κατάφερε να τον επιβάλει στη συνείδηση του κοινού. Δύο ήταν οι βασικοί λόγοι. Πρώτον, οι ταινίες δεν ήταν αξιόλογες, «εύκολα» μελοδράματα ή κοινές πολεμικές περιπέτειες που τότε ήταν της μόδας. Και δεύτερον διότι ο Κόνερι δεν είχε πάρει πρώτο ρόλο. Η πιο χαρακτηριστική αυτών των ταινιών παραμένει το μελό «Κάποιος, κάπου, κάποτε» που γυρίστηκε το 1958 και στο οποίο ο Κόνερι υποδύεται τον εραστή της Αμερικανίδας Λάνα Τέρνερ.

Η μεγάλη ευκαιρία τού δόθηκε το 1961 και ήταν ο Τζέιμς Μποντ στον «Δρα Νο». Ο Κόνερι την εκμεταλλεύτηκε με τον καλύτερο τρόπο παρότι κανείς δεν είχε χαρεί που πήρε τον ρόλο με πρώτο και καλύτερο τον ίδιο τον πατέρα του Μποντ, Ιαν Φλέμινγκ.

Προτού ακόμα ο Σον Κόνερι αναλάβει για πρώτη φορά τον ρόλο του Τζέιμς Μποντ στην ταινία «Δρ Νο» είναι πολύ πιθανόν, όπως έχει ο ίδιος πει, να συμφωνούσε με την αρνητική γνώμη που πολλοί είχαν εκφράσει για εκείνον όταν τον είδαν ως πράκτορα. «Αν ρωτούσες τον οποιονδήποτε υπεύθυνο κάστινγκ ταινιών ποιος θα ταίριαζε στον ρόλο του Μποντ, ενός καθαρόαιμου Εγγλέζου, αποφοίτου του κολεγίου του Ιτον, εγώ, ένας Σκωτσέζος, εκπρόσωπος της εργατικής τάξης, θα ήμουν ο τελευταίος άνθρωπος στον κόσμο που θα σου έλεγε». Ο ίδιος ο Κόνερι δεν είχε πιστέψει στον ρόλο, επειδή δεν θεωρούσε ότι έχει το πρόσωπο για τον Μποντ. «Στα 16 μου έδειχνα τριαντάρης, παρότι άρχισα να αποκτώ συνείδηση της ηλικίας όταν μπήκα στα 20».

Ομως οι παραγωγοί Αλμπερτ Μπρόκολι και Χάρι Σάλτζμαν είχαν διαφορετική γνώμη. Ο «Δρ Νο» δεν ήταν υψηλού κόστους παραγωγή και η επιλογή του Κόνερι για έναν ρόλο που στο μυαλό του συγγραφέα Φλέμινγκ βρίσκονταν πρόσωπα όπως του Ντέιβιντ Νίβεν, του Κάρι Γκραντ ή του Ρότζερ Μουρ, παρά το ρίσκο της είχε χαμηλό κόστος. Πράγματι, ο Κόνερι πληρώθηκε μόλις 15.000 στερλίνες για τον πρώτο Μποντ, ποσό εξευτελιστικό ακόμα και για τα στάνταρ της εποχής εκείνης. Αποτέλεσμα; Η ταινία είχε τεράστια επιτυχία παγκοσμίως, έκανε αμέσως σταρ τον Κόνερι και πάμπλουτους τους παραγωγούς της που συνέχισαν να γυρίζουν ταινίες με τον δημοφιλή πράκτορα. Ο Κόνερι γύρισε πέντε ακόμη ταινίες για τους Μπρόκολι – Σάλτζμαν αλλά η χρόνια συνεργασία και φιλία τους έμελλε να τελειώσει άδοξα το 1984, όταν ο πρώτος υπέβαλε μήνυση εναντίον των παραγωγών κατηγορώντας τους ότι έσπασαν το συμβόλαιο με το οποίο ο ηθοποιός δικαιούνταν περισσότερα χρήματα για μερικές από αυτές τις ταινίες.

Παρεξηγημένος ηθοποιός

Πολύ πριν εγκαταλείψει για πάντα τον Τζέιμς Μποντ, ο Σον Κόνερι είχε προσπαθήσει να ξεφύγει από τη σκιά του διασημότερού του ήρωα. Αν σταθούμε λίγο σε μερικές από τις ταινίες στις οποίες δούλεψε, θα δούμε πόσο κόπο κατέβαλε για ν’αποδείξει ότι ως ηθοποιός άξιζε για πολύ περισσότερα πράγματα. Στη «Μάρνι» (1964) του Αλφρεντ Χίτσκοκ προβάλλει έναν πολύ ευαίσθητο χαρακτήρα παίζοντας έναν άνθρωπο που προσπαθεί να βρει τρόπους για να πλησιάσει τη γυναίκα που αγαπά, να τη βοηθήσει να ξεφύγει από τραύματα του παρελθόντος της. Στον «Λόφο» (1965) του Σίντνεϊ Λουμέτ, σκηνοθέτη με τον οποίο ο Κόνερι συνεργάστηκε αρκετά («Μαγνητοταινίες Αντερσον», «Εγκλημα στο Οριάν Εξπρές» κ.ά.), ερμηνεύει έναν άγγλο αξιωματικό του πεζικού, ο οποίος κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου καταδικάζεται σε φυλάκιση για υποχώρηση εν ώρα μάχης και κλείνεται σε μια στρατιωτική φυλακή της Βόρειας Αφρικής όπου επαναστατεί ενάντια στο απάνθρωπο σύστημα που έχουν επιβάλλει οι δεσμοφύλακες. Εκεί, ο Κόνερι πετυχαίνει ίσως τη συγκλονιστικότερη ερμηνεία της καριέρας του, αν και ήταν επίσης εκπληκτικός στο αστυνομικό – ψυχολογικό δράμα «Αυτή είναι η ιστορία μου» (1973), επίσης του Λουμέτ, όπου παίζει έναν αστυνομικό εκτός ελέγχου, ο οποίος κατά τη διάρκεια μιας ανάκρισης σκοτώνει στο ξύλο τον βασικό ύποπτο στην υπόθεση δολοφονίας ενός παιδιού.

Ωστόσο, όλες αυτές οι ταινίες (και πολλές ακόμη) δεν είχαν την επιτυχία που τους άξιζε. Η δεύτερη καριέρα του Κόνερι αρχίζει στα μέσα της δεκαετίας του 1980 όταν έκανε μερικές πολύ εύστοχες επιλογές παίζοντας απανωτά σε μερικές ταινίες με τεράστια απήχηση στο ευρύ κοινό: «Χαϊλάντερ», «Οι αδιάφθοροι», «Το όνομα του ρόδου» και ως πατέρας του Χάρισον Φορντ στο «Ο Ιντιάνα Τζόουνς και η τελευταία σταυροφορία». Για τους «Αδιάφθορους» του δόθηκε το Οσκαρ Β’ ρόλου και αυτή παραμένει η μοναδική υποψηφιότητά του.