Είναι επίκαιρη σήμερα μια συνεργασία του ΣΥΡΙΖΑ με το Κίνημα Αλλαγής; Στο ερώτημα αυτό, που τελευταία έχει τεθεί με έμφαση -αλλά και με πολλές άκριτες δαιμονοποιήσεις… –στον δημόσιο διάλογο, η άποψή μου, όπως την εξέφρασα και σε πρόσφατη πολιτική εκδήλωση, συνοψίζεται στα εξής:

Α. Γενικά πιστεύω –και το έχω αναλύσει στο βιβλίο μου «Ποια Αριστερά;» (εκδόσεις Πόλις) –ότι στην Ευρώπη μόνο μια νέα πλουραλιστική και ρηξικέλευθη Αριστερά, που θα ενώσει όλες τις προοδευτικές δυνάμεις, μπορεί να σταθεί απέναντι στον φονταμενταλισμό των αγορών. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει άκριτη και μηχανιστική εφαρμογή ενός γενικού προτύπου, πολλώ δε μάλλον σε μια χώρα με τόσο έντονες ιδιαιτερότητες. Σε αντίθεση λοιπόν με όσα υποστηρίζονται τελευταία, από κάποιες πλευρές, η απάντησή μου, με τα σημερινά δεδομένα, είναι άκρως επιφυλακτική.

Δεν παραβλέπω ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε πολλές προσαρμογές στη σύγχρονη ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Μήπως όμως αυτό είναι κλασική αντίδραση του ηγετικού μηχανισμού ενός αριστερίστικου κόμματος το οποίο αφού βρήκε τοίχο, λόγω των «αυταπατών» του, αποφάσισε να διατηρήσει πάση θυσία την εξουσία; Το ερώτημα αυτό ταλανίζει ευλόγως πολλούς προοδευτικούς πολίτες, όσο τουλάχιστον δεν βλέπουν ανάλογες κομματικές και κυβερνητικές κινήσεις που να αποδεικνύουν ότι υπάρχει αλλαγή παραδείγματος.

Και δεν αναφέρομαι μόνο στην πλήρη έλλειψη αυτοκριτικής για τα τραύματα που άφησε η πρώτη έντονα διχαστική περίοδος, με αποκορύφωμα το ανεκδιήγητο «δημοψήφισμα».

Εξίσου προβληματικές, όπως έχω επισημάνει επανειλημμένα, είναι και πολλές πτυχές της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ μετά τις δεύτερες εκλογές, αρχής γενομένης από τον εκ νέου ανενδοίαστο σφικτό εναγκαλισμό του με τη λούμπεν Ακροδεξιά…

Πέρα όμως από τα διαρκώς επαναλαμβανόμενα αρνητικά δείγματα γραφής, το πιο περίεργο είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ καταφέρνει να βρίσκεται απολογούμενος, λόγω της τραυματικής για τους θεσμούς στάσης του, ακόμη και στις περιπτώσεις που επί της ουσίας έχει δίκιο…

Οσο δε για τον Πρωθυπουργό, ο οποίος αναμφίβολα διαθέτει, πέρα από το επικοινωνιακό χάρισμα, και οξύ ένστικτο πολιτικής επιβίωσης, ειλικρινά απορώ: Είναι δυνατόν να μην κατανοεί ότι πρέπει να ξεχάσει επιτέλους τον συνδικαλιστή που κρύβει μέσα του και να αναχθεί στο ύψος του εθνικού ηγέτη;

Β. Τι πρέπει να γίνει λοιπόν; Συνεργασία του Κινήματος Αλλαγής με τη ΝΔ, όπως προτείνεται από διάφορα κέντρα; Ασφαλώς όχι, διότι αυτό θα σήμαινε πολιτική αυτοκτονία. Η άσκηση πολιτικής δεν μπορεί να στηρίζεται σε ψυχώσεις, απωθημένα και ρεβανσισμούς. Η –τριχοτομημένη –ΝΔ, πίσω από το επίχρισμα ενός μονόπλευρου και συχνά «γιαλαντζί» φιλελευθερισμού (π.χ. ως προς τις σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας), εξακολουθεί να είναι αυτό που ήταν πάντα: κόμμα του οικονομικού και πολιτικού κατεστημένου, βαθύτατα συντηρητικό και πολλαπλά αλλοτριωμένο από στυγνά ιδιωτικά συμφέροντα.

Ως εκ τούτου, αν δεν υπάρξει αυτοδυναμία, το Κίνημα Αλλαγής πρέπει να επιβάλει –ακόμη και με δεύτερες εκλογές, απλής αναλογικής πλέον –μια κυβέρνηση εθνικής συνεννόησης. Οχι μόνο για τις πολλαπλά ευεργετικές συνέπειες που μπορεί να έχει στους θεσμούς και την οικονομία, αλλά και για να υπερβούμε επιτέλους τις διχαστικές λογικές που μας κατατρύχουν.

Οσον δε αφορά, ειδικότερα, το ΚΙΝΑΛ και τον ΣΥΡΙΖΑ, μια τέτοια θεσμική συνεργασία θα δώσει τη μεγάλη ευκαιρία να κλείσουν οριστικά –με αμοιβαία αυτοκριτική και αναστοχασμό –οι χαίνουσες πληγές, ώστε να διαμορφωθούν πράγματι οι όροι για μια ριζική αλλά και βιώσιμη ανασυγκρότηση του προοδευτικού χώρου.

Ο Γιώργος Χ. Σωτηρέλης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών