To Eurogroup μετά τη χθεσινή συνεδρίαση στη Σόφια έστειλε ένα ξεκάθαρο μήνυμα στην ελληνική κυβέρνηση: μέσα σε επτά ημέρες από την άφιξη του κουαρτέτου στην Αθήνα στις 14 Μαΐου θα πρέπει να υπάρξει συμφωνία με τους δανειστές σε τεχνικό επίπεδο, ενώ για τη λήψη απόφασης πιθανών μέτρων για το χρέος «εάν χρειαστεί» μετά το τέλος του προγράμματος απαραίτητη προϋπόθεση είναι η πλήρης υλοποίηση του Μνημονίου και ένα αξιόπιστο μεταμνημονιακό πλαίσιο αδιαμφισβήτητης ελληνικής ιδιοκτησίας.

Η φράση «εάν χρειαστεί» όσον αφορά τα μέτρα για το χρέος επανήλθε δυναμικά στο προσκήνιο μετά την πρώτη συμμετοχή του νέου υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας Ολαφ Σολτς στο συμβούλιο, ενώ στο παρασκήνιο οι μεγάλες αποστάσεις ανάμεσα στην ευρωζώνη και στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο παραμένουν.

Την ίδια ώρα, το μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ Μπενουά Κερέ έστειλε τρία μηνύματα χτυπώντας εμμέσως ισάριθμα καμπανάκια. Η πρώτη παρατήρηση της ΕΚΤ είναι πως χρειάζεται ταχύτατη ολοκλήρωση της τέταρτης αξιολόγησης. Υπάρχει ακόμα δρόμος, ανέφερε ο Κερέ, αναδεικνύοντας ιδιαιτέρως τις παραμέτρους διευθέτησης των κόκκινων δανείων και επιτάχυνσης των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών. Το δεύτερο μήνυμα αφορά τη μεταμνημονιακή περίοδο. Επί της ουσίας, εάν η ελληνική κυβέρνηση επιμείνει στην «καθαρή έξοδο», υπό την έννοια ότι δεν θα υπάρχει στη συνέχεια κάποιας μορφής επίσημο πρόγραμμα, από τις 21 Αυγούστου, την επομένη της λήξης του προγράμματος, η Ελλάδα θα είναι «μόνη» έναντι των αγορών. «Η συζήτηση η οποία γίνεται σήμερα ανάμεσα στην Ελλάδα και στους δανειστές από τις 21 Αυγούστου θα γίνεται ανάμεσα στην Ελλάδα και τις αγορές» είπε ο Κερέ.

Οπως εξηγούν αρµόδιες πηγές, από τις 21 Αυγούστου η Ελλάδα χάνει την πρόσβαση στη φθηνή χρηµατοδότηση από την ΕΚΤ –µέσω της απώλειας του waiver –αλλά και το δίχτυ ασφαλείας που υπάρχει σήµερα.

Η απώλεια του waiver –της κατ’ εξαίρεση αποδοχής ελληνικών οµολόγων ως ενεχύρων για την πρόσβαση σε φθηνό δανεισµό –µπορεί στην απλούστερη εκδοχή να σηµάνει ακριβότερο κόστος για τις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες θα κατευθυνθούν στον ELA. Σε µια εκδοχή έντονων αναταράξεων στις αγορές ή κυβερνητικών παλινδροµήσεων στο εσωτερικό στη συνέχεια, µπορεί να επιφέρει ισχυρούς κλυδωνισµούς στην ελληνική οικονοµία και τις προοπτικές της.

Το τρίτο µήνυµα της ΕΚΤ αποκρυσταλλώνει τις θέσεις της έναντι των συζητήσεων για τη διευθέτηση του ελληνικού χρέους. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα επιθυµεί «ισχυρά και αξιόπιστα µέτρα για το χρέος», µε τον Κερέ να τονίζει ότι το µέγεθος της παρέµβασης, η αυτοµατοποιηµένη διαδικασία και η εµπροσθοβαρής εφαρµογή θα συµβάλουν στην ενίσχυση της αξιοπιστίας της ελληνικής οικονοµίας έναντι των αγορών.

Γερμανικές πιέσεις. Στο σηµείο αυτό, αρχίζουν τα µεγάλα προβλήµατα. Η Γερµανία έχει καταστήσει απολύτως ξεκάθαρο ότι δεν πρόκειται να συµβιβαστεί µε εµπροσθοβαρή εφαρµογή µέτρων ή αυτοµατοποιηµένη διαδικασία χωρίς όρους και προϋποθέσεις για το µέλλον. Στο µέτωπο αυτό, ήδη η Κοµισιόν έχει κάνει βήµατα πίσω έναντι των αρχικών της θέσεων.

Ο επίτροπος Μοσκοβισί παρουσίασε χθες στο Eurogroup ένα σχέδιο ενισχυµένης εποπτείας της Ελλάδας κατά τη µεταµνηµονιακή περίοδο, υπογραµµίζοντας ότι οι µεταρρυθµίσεις θα πρέπει να συνεχιστούν έως το τέλος του προγράµµατος αλλά και τα χρόνια που θα ακολουθήσουν τη λήξη του προγράµµατος.

Η µεγάλη ανησυχία της Κοµισιόν είναι να µη µοιάζει αυτό το υβριδικό µεταµνηµονιακό πλαίσιο µε Μνηµόνιο. Ηδη όµως, όπως προέκυψε από τις πρόσφατες δηλώσεις του Ευκλείδη Τσακαλώτου, συζητείται ένα πλαίσιο τριµηνιαίων ή τετραµηνιαίων αξιολογήσεων για τη µεταµνηµονιακή περίοδο. Αυτή η προοπτική δεν προσοµοιάζει στο «τέλος των Μνηµονίων».

Η αναλυτική συζήτηση για το εύρος και τις συνθήκες της «ενισχυµένης εποπτείας», όπως την προσδιόρισε ο ίδιος ο Μοσκοβισί, θα γίνει στις 21 Ιουνίου, εφόσον όλα έως τότε έχουν εξελιχθεί οµαλά. Οπως δήλωσε ο Ευκλείδης Τσακαλώτος «θα έχουµε µια ενισχυµένη παρακολούθηση που ουδεµία σχέση έχει µε πιστοληπτική γραµµή. Δεν υπάρχει πρόγραµµα, δεν θα υπάρχουν προαπαιτούµενα, δεν θα υπάρχουν αξιολογήσεις».

Οι αποφάσεις για το χρέος θα ληφθούν µετά το τέλος του προγράµµατος, εγείροντας εκ νέου ερωτηµατικά για το τι θα συµβεί τελικά µε τη συµµετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραµµα.

Αν το ΔΝΤ δεν επιβιβαστεί, η Ελλάδα κινδυνεύει να µείνει µε µια παραλλαγή Μνηµονίου για τα επόµενα χρόνια, χωρίς φθηνή χρηµατοδότηση από τους δανειστές και µε αυξηµένη έκθεση στις πιθανές αναταράξεις των αγορών εάν δεν υπάρξει σφραγίδα βιωσιµότητας στο ελληνικό χρέος τόσο από το Διεθνές Νοµισµατικό Ταµείο όσο και από την ΕΚΤ.