«Τους διώξαμε από τη Ρω και κατασκεύασαν μια είδηση». Δεν είναι το άλμα λογικής που εντυπωσιάζει. Δεν εντυπωσιάζει ούτε ο βαθύς καφενειακός λόγος, αλλά ούτε και το γεγονός ότι την επομένη μάζεψε τη δήλωση όπως θα μάζευε την μπουγάδα που προκάλεσε καβγάδες σε μια ταράτσα. Είναι ότι η δήλωση του Φώτη Κουβέλη αναίρεσε τον λόγο για τον οποίο υποτίθεται ότι τοποθετήθηκε στο υπουργείο Αμυνας. Περισσότερο και από μια δήλωση που ηχεί σαν τη δήλωση ενός κόντρα χαρακτήρα, είναι η αυτοακύρωσή του που χάσκει σαν τρύπα.

Ο Φώτης Κουβέλης μάζεψε τη βρώμικη μπουγάδα του, αλλά η ουσία μένει. Αφού το είπε, γιατί το είπε; Ηταν μια στιγμή έξαψης, μια εκτός εαυτού στιγμή ενός ανθρώπου που κάποια στιγμή μπέρδεψε τη μετριοπάθεια με την πολιτική κατατονία και τον μειλίχιο λόγο με την υπνωτική εκφορά του; Ή μήπως ήταν μια πρόβα, η μικρή και πάντως αποτυχημένη πρόβα του καλού μπάτσου που γίνεται ξαφνικά πιο κακός και από τον κακό; Αν πρόκειται για κάτι τέτοιο, η πρόβα δεν ήταν μόνο αποτυχημένη αλλά και αστεία. Ο «καλός-που-γίνεται-κακός» Κουβέλης δεν μπορεί να συναγωνιστεί τον κανονικό Καμμένο, πόσω μάλλον τον κακό. Είναι αδύνατον να φτάσει τη φυσική του αμετροέπεια, τον πολιτικό του καιροσκοπισμό, τη μελετημένη εθνικιστική του υστερία.

Αλλά τότε τι μένει; Μένει η αποτυχία στην πράξη της θεωρίας ότι ο Κουβέλης πήγε στο υπουργείο Αμυνας ως τοποτηρητής του Καμμένου, ως μια σώφρονα Αριστερά που ελέγχει και συγκρατεί την εθνικιστική Δεξιά. Από αυτήν την άποψη, το καφενειακό φάλτσο του Κουβέλη ήταν το χρονικό μιας προαναγγελθείσας αποτυχίας: ο Τσίπρας έκανε περιπολάρχη κάποιον που δεν έκανε ούτε για θαλαμοφύλακας. Και μια μέρα τού ξύπνησε στρατηγός.