Ποιος έχει δίκιο; Η κυρία Γεννηματά (και ο κύριος Αλιβιζάτος) που ζητούν «μίνι αναθεώρηση με συναίνεση», «για να μην περάσει η διχόνοια στους θεσμούς» ή ο κύριος Βενιζέλος που υποστηρίζει ότι «δεν υπάρχει κατάλληλο πολιτικό και θεσμικό περιβάλλον», λόγω της μη ύπαρξης «ενός μίνιμουμ θεσμικής συναίνεσης μακράς πνοής με την κυβερνητική πλειοψηφία ΣΥΡΙΖΑ –ΑΝΕΛ»; Κανείς από τους δύο, όπως θα υποψιαζόταν χωρίς δυσκολία και ο μη συνταγματολόγος αναγνώστης.

Κατ’ αρχάς γιατί η θέση Γεννηματά είναι ψευδεπίγραφα συναινετική. Περιλαμβάνει, για παράδειγμα, την πρόταση για ιδιωτικά ΑΕΙ, η οποία ήταν και παραμένει αντικείμενο σφοδρής ιδεολογικής και θεσμικής σύγκρουσης όλο το προηγούμενο διάστημα. Σύγκρουσης, η οποία τόσο στην αναθεώρηση του 2001 όσο και του 2008 κατέληξε υπέρ της διατήρησης της συνταγματικής πρόβλεψης για δωρεάν, δημόσια Παιδεία για όλους και γιατί το ΠΑΣΟΚ δεν είχε συνταχθεί τότε με το συγκεκριμένο αίτημα – σημαία του νεοφιλελευθερισμού.

Ούτε και αρκεί, για την επίκληση συναίνεσης, η συμφωνία ότι μια συνταγματική διάταξη πρέπει να αλλάξει, εφόσον το καθοριστικό είναι προς ποια κατεύθυνση θα γίνει η αλλαγή. Η ορθή, για παράδειγμα, διαπίστωση ότι, ενόψει του νέου περιβάλλοντος που δημιουργεί η απλή αναλογική θα πρέπει να ενισχυθούν λελογισμένα οι ρυθμιστικές αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας, αυτοακυρώνεται από την πρόταση ο πολύ πιο ισχυρός αυτός Πρόεδρος να εκλέγεται με πολύ μικρότερες πλειοψηφίες από ό,τι σήμερα, μόνον από 160 βουλευτές. Είναι αυτό συναινετικό ή δημοκρατικό;

Η πρόταση Γεννηματά είναι, συνεπώς, συναινετική μόνον στο εσωτερικό τού, μειοψηφικού στη χώρα μας, νεοφιλελεύθερου μετώπου. Αλλωστε, κακά τα ψέματα. Και εδώ είναι ένα από τα πεδία που το Κίνημα Αλλαγής θα πρέπει να αποφασίσει με ποιον θα πάει και ποιον θα αφήσει. Δεν έχει τους πενήντα βουλευτές που χρειάζονται για να ξεκινήσει η αναθεωρητική διαδικασία και, αναγκαστικά, αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να συνταχθεί είτε με τη Νέα Δημοκρατίας είτε με τον ΣΥΡΙΖΑ. Είναι προφανές προς τα πού κλίνει σήμερα η πλειοψηφία του Κινήματος.

Η διαπίστωση Βενιζέλου ανταποκρίνεται στις τυπικές συνταγματικές προϋποθέσεις για την αναθεώρηση, αλλά καταλήγει σε πολιτικό συμπέρασμα ακριβώς αντίθετο από την πραγματικότητα και τις ανάγκες της χώρας.

Σε αυτό που έχει δίκιο είναι ότι, εφόσον για να κριθούν αναθεωρητέες διατάξεις του Συντάγματος και να συζητηθούν στην επόμενη Βουλή απαιτούνται 151 ψήφοι, δεν μπορεί να υπερψηφιστεί αναθεωρητική πρόταση με αντίθετη την κυβερνητική πλειοψηφία.

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει, ή πολύ περισσότερο δεν μπορεί, να γίνει αναθεώρηση: σημαίνει απλώς ότι είτε αυτή θα είναι προοδευτική είτε δεν θα υπάρχει. Και, όπως γνωρίζουμε από την ιστορική ομιλία του Πρωθυπουργού στα Προπύλαια της Βουλής το 2016 και θα γίνει η αναθεώρηση και θα είναι ένα από τα βασικά διακυβεύματα των εκλογών του 2019, δίνοντας τη δυνατότητα στον πολίτη άμεσα να τοποθετηθεί επ’ αυτής.

Θα είναι συναινετική ή όχι η προοδευτική αναθεώρηση; Είναι αλήθεια ότι ορισμένες από τις αναγκαίες συνταγματικές αλλαγές είναι υπερώριμες και μπορεί να έχουν την υποστήριξη του συνόλου των πολιτικών δυνάμεων, όπως, π.χ., η κατάργηση του απαράδεκτου καθεστώτος ποινικής ασυλίας του πολιτικού προσωπικού. (Αν και, δηλωτικό της υποκρισίας, όταν ΠΑΣΟΚ και ΝΔ «συναινούσαν» στην πιο εκτεταμένη αναθεώρηση της ιστορίας μας, το 2001, μόνο διακοσμητικές τροποποιήσεις επέφεραν στο θεσμικό αυτό αίσχος).

Οι κρίσιμες, όμως, αλλαγές, ιδίως σε ό,τι αφορά το οικονομικό σύνταγμα και τα δικαιώματα του πολίτη, συναρτώνται στενά με καίριες δικαιοπολιτικές συγκρούσεις και ειδικότερα με την ανάγκη ανάσχεσης του νεοφιλελευθερισμού.

Η γενικευμένη, επίσης, κρίση αξιοπιστίας της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και η κατάρρευση στη χώρα μας της αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος πρέπει να αντιμετωπιστούν με σημαντικές αμεσοδημοκρατικές τομές, οι οποίες απορρίπτονται ευλόγως από όσους πιστεύουν ότι μόνον οι ελίτ πρέπει να κυβερνούν.

Ως προς τα κύρια διλήμματα, συνεπώς, η αναθεώρηση δεν μπορεί να είναι συναινετική. Τα διακυβεύματα αυτά από τη φύση τους προϋποθέτουν σύγκρουση πολιτικών επιχειρημάτων και ταξικών συμφερόντων.

Μόνον οι απολογητές των ισχυρών, της αέναης παράτασης του καθεστώτος της διαπλοκής και των ανισοτήτων έχουν συμφέρον να εμφανίζουν τα πράγματα αλλιώς. Η αναθεώρηση θα αποτελέσει την κορωνίδα ριζοσπαστικών τομών που από δεκαετίες εκκρεμούσαν και έγιναν πράξη, όπως η κατάργηση της πολιτικής επιστράτευσης, το σύμφωνο συμβίωσης ή ο εξανθρωπισμός του σωφρονιστικού δικαίου. Προς την 4η Ελληνική Δημοκρατία.

Ο Γιώργος Κατρούγκαλος είναι αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών – συνταγματολόγος