«Η ιστορία της προόδου γράφεται με ανατροπές», είπε ανάμεσα σε άλλα η Φώφη Γεννηματά την περασμένη Παρασκευή από το βήμα του ιδρυτικού συνεδρίου του νέου ενιαίου κεντροαριστερού φορέα στην επίσημη πρώτη του Κινήματος Αλλαγής. Θα ήταν εκ προοιμίου κακόπιστος ή και κακοήθης ακόμη όποιος θα αρνούνταν την τεράστια, πρωτίστως ηθική, σημασία της φράσης αυτής, αφού θα έδειχνε να μην αναγνωρίζει στην πολιτική ή στον πολιτικό λόγο την ευχέρεια να έχει τόσο ρηξικέλευθους στόχους και να τους διατυπώνει μάλιστα με ανενδοίαστη παρρησία. Και επειδή αισθάνεται κανείς ότι η φράση δεν ειπώθηκε για να παραμείνει ένα λεκτικό μετέωρο, αλλά για να μετασχηματιστεί κάποια στιγμή ή μάλλον σταδιακά σε πραγματικότητα, δικαιούται να αναρωτηθεί αν τόσο σε προσωπικό όσο και σε συλλογικό κυρίως επίπεδο υπάρχουν τα περιθώρια ώστε να προκύψουν ανατροπές –και μάλιστα ανατροπές που η Ιστορία θα τις καταγράψει ως ουσιαστική πρόοδο.

Βέβαια το περιεχόμενο της λέξης «ανατροπή» αλλάζει σύμφωνα με τις εποχές. Διαφορετικό είναι το νόημά της σε εποχές επαναστατικές, εξεγερμένες, ή έστω μιας πλατιάς και ουσιαστικής αμφισβήτησης και διαφορετικό είναι σε κοινωνίες όπως η δική μας, που αν και σε αναβρασμό τις διακρίνει ταυτόχρονα ένας εντελώς ιδιάζουσας μορφής εφησυχασμός. Σε βαθμό μάλιστα που ο αναβρασμός να αποκτά τα χαρακτηριστικά ενός εικονικού φαινομένου, αφού, αν ίσχυε, όπως τουλάχιστον έχουμε τη διάθεση να φανταζόμαστε, δεν θα παραμέναμε παθητικοί θεατές σε περιστατικά αυτόχρημα τραγικά. Καθώς μια διάθεση ανατροπής που θα είχε δημιουργηθεί μέσα μας θα μας είχε μεταβάλει σε ανθρώπους δραστηριοποιημένα ευαίσθητους, αν και ώς πριν από λίγο καιρό παραμέναμε αναίσθητοι.

Επειδή σαφώς όταν μιλάμε για ανατροπή δεν εννοούμε την ανατροπή που αισθάνεται κανείς να δημιουργείται μέσα του όταν μια τρομακτική προσωπική δοκιμασία τον κάνει να σκέφτεται να κλειστεί σε μοναστήρι –τεράστιας επίσης σημασίας ανατροπή. Αλλά για μια ανατροπή που τα σημάδια της να γίνονται αισθητά στον κοινωνικό χώρο (αλλιώς γιατί να ενδιαφερθεί να τα καταγράψει η Ιστορία;). Παρατηρεί λοιπόν κανείς γύρω του την ελαχιστότερη διάθεση όχι για μια μεγάλη ή μικρή ανατροπή αλλά για μια στοιχειώδη αλλαγή; Θα υπήρχε ως προοπτική ή ως ενδεχόμενο έστω μια ανατροπή και εμείς θα εξακολουθούσαμε να παρακολουθούμε τους πρόσφυγες να θαλασσοπνίγονται, χωρίς να έχει αλλάξει η συμπεριφορά μας στο παραμικρό, είτε πρόκειται για τον Μάιο του 2014 με τους είκοσι δύο πνιγμένους πρόσφυγες στη Σάμο είτε και πριν λίγες ακόμα μέρες με τους δεκαέξι πνιγμένους πρόσφυγες στο Αγαθονήσι;

Τι περισσότερο θα έπρεπε να περιμένει κανείς για να ανατρέψει συνειδητά τα δεδομένα της ζωής του, να ανησυχήσει ενώ αδιαφορούσε, να ενδιαφερθεί για αγνώστους του που δοκιμάζονται χωρίς να του αρκούν τα όσα μαθαίνει γι’ αυτούς μέσω του Διαδικτύου; Μεγάλη και βαριά λέξη η ανατροπή, που η μακριά της προϊστορία, το να χρησιμοποιείται κυρίως ως άλλοθι, ενώ η συνήθεια, η αδιαφορία και η πνευματική οκνηρία κυριαρχούν, θα έπρεπε να την έχουν κάνει το λιγότερο ύποπτη. Αφού περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη λέξη σε κάνει να φαντάζεσαι έτοιμος για κάτι μεγάλο ενώ διαιωνίζεις την πιο απάνθρωπη ρουτίνα.