Ακόμα και για κάποιον που δεν θεωρούνταν Τιτάνας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, όπως ο Γκάρι Κόουν, η στιγμή θα ήταν ιδιαίτερα ταπεινωτική. Σε μια συνέντευξη Τύπου τον Ιανουάριο, ο Κόουν, που είχε διατελέσει επί μία δεκαετία το Νο 2 της Goldman Sachs, βρέθηκε να τον καλεί στο βήμα ο Ντόναλντ Τραμπ. Δημοσιογράφος είχε ρωτήσει τον αμερικανό πρόεδρο εάν ο Κόουν ήταν ευχαριστημένος με τη δουλειά του ως διευθυντή του Εθνικού Οικονομικού Συμβουλίου των ΗΠΑ.

«Ελα εδώ, Γκάρι» του είπε ο Τραμπ πατερναλιστικά. «Είσαι ευχαριστημένος;». Κι εκείνος έκανε την ανάγκη φιλοτιμία: «Ναι, είμαι ευχαριστημένος» είπε με σφιγμένο χαμόγελο.

Πριν από λίγες ημέρες όμως, σταμάτησε η ευχαρίστηση. Την περασμένη Τρίτη ο 57χρονος Κόουν ήταν ο τελευταίος μιας σειράς στελεχών που αποχώρησαν από τον Λευκό Οίκο, με αφορμή τους δασμούς στις εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου στις ΗΠΑ, που μόλις άρχισαν να εφαρμόζονται και ουσιαστικά σημαίνουν οικονομικό πόλεμο τόσο με την Ευρωπαϊκή Ενωση όσο και με την Κίνα, οι οποίες θα προχωρήσουν σε εμπορικά αντίποινα. Ο Τραμπ απειλούσε εδώ και καιρό ότι θα λάβει μέτρα για «ελεύθερο και έξυπνο εμπόριο» –όπως ονομάζει τον προστατευτισμό των αμερικανικών προϊόντων. Ο Κόουν προσπάθησε να του αλλάξει γνώμη. Απέτυχε και παραιτήθηκε διαφωνώντας έντονα.

Στον ένα χρόνο που παρέμεινε στην κυβέρνηση Τραμπ, ο μεγαλοτραπεζίτης εξασφάλισε μεγάλα οφέλη για τους συναδέλφους του στη χρηματοπιστωτική κοινότητα, με τη μορφή σημαντικών φορολογικών ελαφρύνσεων που προώθησε για τους πλουσίους. Και παρ’ ότι η δημόσια επίδειξη ενθουσιασμού του Κόουν για τη συνεργασία του με τον Τραμπ δεν ήταν ποτέ πιστευτή, η ικανότητά του να επιβιώνει οδήγησε στο μοναδικό μεγάλο νομοθετικό «επίτευγμα» αυτής της κυβέρνησης: έναν φορολογικό νόμο τον οποίο αρθρογράφος του περιοδικού «Forbes» χαρακτήρισε «τη μεγαλύτερη αρπαγή πλούτου στη σύγχρονη Ιστορία». Ο Κόουν, που έλαβε αποζημίωση 285 εκατομμύρια δολάρια όταν αποχώρησε από την Goldman Sachs για να μπει στην κυβέρνηση, αρνήθηκε αυτό που λένε όλοι: ότι οι μόνοι που ωφελήθηκαν από τον νέο νόμο ήταν οι πλούσιοι. Δύο μήνες μετά την έγκριση του νομοσχεδίου, παραιτήθηκε. Ισως είχε ολοκληρώσει το έργο του.

Ομως σε ιδιωτικές συζητήσεις, καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής του στην κυβέρνηση, ο Κόουν δεν έκρυβε καθόλου και τις αντιρρήσεις του για την πολιτική του Τραμπ σε άλλα θέματα. Λέγεται ότι το περασμένο καλοκαίρι είχε υποβάλει την πρώτη του παραίτηση, όταν ο Τραμπ είχε κατηγορήσει «και τις δύο πλευρές» για τη ρατσιστική βία στο Σάρλοτσβιλ της Βιρτζίνια. Μάλιστα, στην Ουάσιγκτον κυκλοφορούσαν εδώ και μήνες φήμες ότι ο Κόουν, ένας σκληρός, αλαζονικός και με υπερβολική αυτοπεποίθηση τύπος –σύμφωνα με όσους τον γνωρίζουν –δεν είχε σε καμία εκτίμηση τις ικανότητες του προέδρου, για τον οποίο συχνά έλεγε ότι είναι «πανίβλακας», όπως αναφέρει στο βιβλίο του «Φωτιά και Μένος» ο δημοσιογράφος Μάικλ Γουλφ.

Με αυτή την έννοια, ο Κόουν δεν ήταν ξεχωριστός στον Λευκό Οίκο, όπου αρκετοί φαίνεται να συμμερίζονται την άποψή του για τον Τραμπ, όμως υπό άλλη σκοπιά ήταν μοναδικός: εγγεγραμμένος στο Δημοκρατικό Κόμμα υπηρέτησε μια ρεπουμπλικανική κυβέρνηση. Επαγγελματίας που διέπρεψε στον τομέα του, βρέθηκε σε ένα περιβάλλον με πολλούς άπειρους και συγγενείς. Ενας τραπεζίτης που τάσσεται υπέρ της παγκοσμιοποίησης έκανε όση αντίσταση μπορούσε στις έντονες παρορμήσεις προστατευτισμού του προέδρου Τραμπ. Αυτό το τελευταίο ήταν που τον οδήγησε στην έξοδο. Εχοντας ξεκινήσει την καριέρα του στην US Steel, τον μεγαλύτερο παραγωγό χάλυβα στις ΗΠΑ, πιστεύει πως οι νέοι δασμοί θα σακατέψουν τους αμερικανούς κατασκευαστές με καταστροφικά αποτελέσματα για την αμερικανική οικονομία. Μάλιστα, λίγο πριν φύγει ο Κόουν έκλεισε μια συνάντηση του Τραμπ με στελέχη της κατασκευαστικής βιομηχανίας που αντιτίθενται στους δασμούς. Η συνάντηση δεν έγινε ποτέ και τώρα πλέον ακυρώθηκε.

Γιός μιας οικογένειας Εβραίων που έφθασαν στις ΗΠΑ με 8 δολάρια από την Πολωνία, ο Γκάρι Ντέιβιντ Κόουν μεγάλωσε στο Οχάιο. Ο πατέρας του ήταν ηλεκτρολόγος που αργότερα έγινε μεσίτης, ενώ η μητέρα του ασχολιόταν με τα οικιακά. Ο μικρός Γκάρι διαγνώσθηκε με δυσλεξία και στο Δημοτικό άλλαζε διαρκώς σχολεία. Μετά τις σπουδές του έπιασε δουλειά στο Χρηματιστήριο και γρήγορα τον εντόπισαν οι άνθρωποι της Goldman Sachs. Ανέβηκε τα σκαλιά της ιεραρχίας και τον Ιούνιο του 2006 έγινε πρόεδρος και διευθυντής. Στα τέλη του 2009, ο Κόουν ήταν επικεφαλής της αντιπροσωπείας της Goldman Sachs σε συναντήσεις με την ελληνική κυβέρνηση που αφορούσαν τις αποπληρωμές χρέους.

Στην κυβέρνηση Τραμπ του έδωσαν τα παρατσούκλια «ο Γκάρι της παγκοσμιοποίησης» και «ο Γκάρι του φόρου για τον άνθρακα», λόγω των πολιτικών που υποστήριζε. Είχε στενή σχέση με τον Τζάρεντ Κούσνερ, τον σύζυγο της κόρης του προέδρου Τραμπ Ιβάνκα και λέγεται ότι ο Κούσνερ ήταν εκείνος που τον πρότεινε στον Ντόναλντ Τραμπ. Υπάρχουν πολλές ιστορίες για την αντιπαράθεσή του με τον πρώην στενότατο σύμβουλο του προέδρου Στίβεν Μπάνον.

Ούτως ή άλλως, οι συνεργάτες του έχουν να λένε πως δεν είναι εύκολος χαρακτήρας. Συνήθιζε, σύμφωνα με περιγραφές, «να πηγαίνει δίπλα σε κάποιον υφιστάμενό του, να βάζει το ένα πόδι πάνω στο γραφείο του, να φέρνει τον μηρό του κοντά στο πρόσωπο του εργαζομένου και να τον ρωτά πώς πάνε οι αγορές». Αυτό προ κυβέρνησης Τραμπ. Τώρα πιθανόν, να επιστρέψει στα γνώριμα εδάφη των χρηματαγορών.