Η συμμετοχή του Φώτη Κουβέλη στην κυβέρνηση Τσίπρα δεν ήταν έκπληξη. Ως ενδεχόμενο είχε από καιρό προεξοφληθεί. Εκπληξη ήταν η στιγμή, ο χρόνος. Εκπληξη ήταν πως συνέβη επ’ ευκαιρία ενός άχαρου ανασχηματισμού, που τον επέβαλε μια μικρόχαρη ανάγκη, ένα ατύχημα, μια επιδότηση ενοικίου. Εκπληξη ήταν, προπάντων, πως η είσοδος στο κυβερνητικό σχήμα έγινε από την πύλη του «Πενταγώνου». Στη θέση του αναπληρωτή υπουργού Αμυνας.

Ο Κουβέλης αναπληρωτής του Καμμένου; Ο ηγέτης, κάποτε, της ανανεωτικής Αριστεράς, αναπληρωτής εκείνου που βρίσκεται, ιδεολογικά, πολιτικά και ηθικά, στους αντίποδες του κόσμου της Αριστεράς και αντιπροσωπεύει ό,τι σκληρότερα πολέμησε η ανανεωτική, ιδιαίτερα, εκδοχή της;

Ας πάρουμε τη συζήτηση από την αρχή.

Για μια στιγμή, τη δεκαετία του ’80, η Ελληνική Αριστερά, και στις δύο βασικές εκδοχές της, έμοιαζε έτοιμη να μεταβολίσει σε ιστορική σοφία και πολιτική ωριμότητα το μεγάλο δράμα που είχε ζήσει –το πικρό σφάλμα της συμμετοχής της στον Εμφύλιο, τα βασανισμένα, πέτρινα μετεμφυλιακά χρόνια, την αποτυχία της να υπερασπιστεί την ανάπηρη προδικτατορική δημοκρατία, τη συμμετοχή της ως υπεύθυνης δημοκρατικής δύναμης στα χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση. Εμοιαζε έτοιμη να διεκδικήσει έναν νέο ρόλο στην εθνική σκηνή. Το δοκίμασε, με λάθος τρόπο, σε λάθος συνθήκες. Απέτυχε. Η ιστορία γράφτηκε αλλιώς.

Κι έπειτα συνέβη ο μεγάλος σεισμός. Η διάρρηξη, στις συνθήκες της κρίσης, του ιδιότυπου «κοινωνικού συμβολαίου» που εξασφάλιζε τη νομιμοποίηση και αναπαραγωγή του πολιτικού συστήματος με αντάλλαγμα και υπό τον όρο μιας διαρκούς διεύρυνσης του δικαιώματος των ψηφοφόρων στην κατανάλωση προϊόντων που η χώρα δεν παρήγε αλλά εισήγε –και για να τα εισαγάγει δανειζόταν. Η χρεοκοπία προπάντων τής (κατά Παναγιώτη Κονδύλη) «σχιζοφρένειας» ενός τύπου πολιτικής συμπεριφοράς που «πλειοδοτεί σε εθνικιστική ρητορική την ίδια στιγμή που εκποιεί το κράτος για να ικανοποιήσει τις καταναλωτικές απαιτήσεις των ψηφοφόρων».

Η πολιτική σκηνή αίφνης ορφάνεψε. Η κρίση ήταν μια ευκαιρία. Για την Αριστερά, ένα δίλημμα. Κι η αφορμή ενός νέου σχίσματος. Ανοίγονταν δύο δρόμοι. Ο ένας ήταν να διεκδικήσει η Αριστερά έναν κεντρικό ρόλο σε μια εθνική προσπάθεια ανάταξης. Να συμβάλει ώστε να αντιμετωπιστούν οι αναπόφευκτες συνέπειες της χρεοκοπίας με το μικρότερο δυνατό κοινωνικό κόστος, με την μεγαλύτερη δυνατή δικαιοσύνη και με ένα σχέδιο υπέρβασης του παλιού μοντέλου με τα παρασιτικά και πελατειακά του χαρακτηριστικά. Ο άλλος δρόμος ήταν να αρπάξει η Αριστερά την ευκαιρία για να διεκδικήσει, επιτέλους, «πρώτη φορά», την εξουσία. Να ψιθυρίσει στο αφτί των εξαπατημένων, των οργισμένων θυμάτων του παλιού συστήματος πως όχι, η χρεοκοπία δεν έχει καν συντελεστεί, είναι ένα ψέμα, ένα «παραμύθι με δράκο», μια συνωμοσία. Να τους υποσχεθεί πως η παλιά ζωή μπορεί να γυρίσει ξανά, τα χρέη της να διαγραφούν, οι τρόποι της να ανανεωθούν, υπό νέα διεύθυνση.

Ξέρουμε ποιος διάλεξε τι. Και ξέρουμε καλά πώς το δίλημμα λύθηκε. Η Αριστερά που δάγκωσε το μήλο του πειρασμού και ακολούθησε τον δεύτερο δρόμο (και στον δρόμο αυτό συνάντησε τον αντίποδά της, τον Καμμένο, και ταυτίστηκε μαζί του) επικράτησε. Κέρδισε. Δικαιώθηκε. Και, γρήγορα, διαψεύστηκε με τον πιο σκληρό τρόπο.

Αλλά ποιες θα είναι οι συνέπειες αυτής της διάψευσης; Πώς θα γραφτεί το επόμενο κεφάλαιο του έργου;

Ο τρώσας και ιάσεται –κατά μίαν εκδοχή. Οι φορείς της «αυταπάτης» που ανέβλεψαν ας μας γιατρέψουν από τα μάγια της, ας οδηγήσουν, έστω και με τριετή καθυστέρηση, τη χώρα εκτός «Μνημονίου» κι ας δοκιμάσουν, μετά το τέλος του δράματος, και χωρίς πια τον παράταιρο εταίρο τους, να ξαναπιάσουν το νήμα από την αρχή. Αν η κίνηση Κουβέλη ήθελε να έχει κάποιο πολιτικό φορτίο, πέρα από τα κάπως μίζερα προσωπικά της χαρακτηριστικά, αυτή ήταν ίσως η πρόθεση. Να κλείσει τα παλιά βιβλία και να προοικονομήσει ένα διαφορετικό μέλλον. Μα η οργή και η απαξία με την οποία αντιμετωπίστηκε από εκείνους στους οποίους υποτίθεται ότι απευθύνεται αμφισβητεί την όποια πολιτική πρόθεση. Αφήνει γυμνή την προσωπική περίπτωση.

Είναι, βλέπετε, που οι υποψήφιοι εταίροι ενός διαφορετικού μέλλοντος πιστεύουν πως η τραγωδία απαιτεί κάθαρση, πως η διάψευση της περίφημης «αυταπάτης» πρέπει να αποτυπωθεί πολιτικά, όχι να κουκουλωθεί. Πως ο φορέας της πρέπει να ηττηθεί ώστε διά της ήττας να μπορεί να καθαρθεί. Και πως η ήττα αυτή είναι προϋπόθεση της ανασύνταξης και της συμμετοχής της Αριστεράς σε έναν νέο, αυθεντικά προοδευτικό πόλο.

Ή ίσως είναι πως εδώ που βρεθήκαμε, με το παιχνίδι της τυφλής πόλωσης να επιστρέφει με φόρα από το παρελθόν, με το γνώριμο φορτίο των σκανδάλων και του φανατισμού και μ’ ένα πρόσθετο φορτίο μίσους να αιχμαλωτίζει τους πάντες, αναρωτιέται κανείς μήπως έχει ήδη καταστεί κάθε συζήτηση περί μέλλοντος εντελώς άτοπη.