Υπερδανεισμένες, πολύ μικρές και χωρίς πρόσβαση σε δανεισμό είναι οι περισσότερες μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα. Αυτό αποτυπώνει έρευνα που πραγματοποίησε ο ΣΕΒ σε συνεργασία με την Εarst & Υoung, σύμφωνα με την οποία οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις μπορούν στην Ελλάδα να αποτελέσουν σημαντικό πυλώνα για την ανάπτυξη, τη δημιουργία θέσεων εργασίας, τις εξαγωγές και tην προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων. Οι μικρότερες όμως από αυτές υστερούν σε παραγωγικότητα σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και είναι μονόδρομος οι συγχωνεύσεις και οι εξαγορές για να επιτευχθεί ο στόχος της σύγκλισης. Οπως προκύπτει από την έρευνα, η πλειονότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην Ελλάδα είναι πολύ μικρές σε παρουσία, σε μέγεθος και αποδοτικότητα και αντιπροσωπεύουν το περίπου το 97% στο σύνολο των μικρομεσαίων –σχεδόν 3 μονάδες περισσότερο από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο. Η παραγωγικότητά τους είναι στο 14% όταν ο μέσος όρος στην ΕΕ είναι στο 40% και μόλις το 3% είναι εξαγωγικές όταν ο μέσος όρος στις άλλες χώρες της Ενωσης είναι στο 7%.

Σύμφωνα με τη μελέτη μόλις το 4,1% των πολύ μικρών επιχειρήσεων εκτιμάται ότι μπορεί να συνεισφέρει περισσότερες από 10 θέσεις απασχόλησης όταν στην ΕΕ το ποσοστό είναι 15%. Παράλληλα, κορυφαία ζητήματα που αντιμετωπίζουν όπως άλλωστε συνολικά οι μικρομεσαίες είναι η δυσκολία πρόσβασης στη χρηματοδότηση και ο υπερδανεισμός. Ενδεικτικό είναι ότι το ποσοστό στις πολύ μικρές επιχειρήσεις των μη εξυπηρετούμενων δανείων φτάνει το 65% και στις μικρές και μεσαίες το 61% όταν στις μεγάλες είναι μόλις στο 29%.

Σύμφωνα με τον ΣΕΒ, θα πρέπει να τεθεί στόχος για τη δημιουργία 8.000 νέων μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων έως το 2025, κάτι που θα οδηγούσε στη δημιουργία 100.000 νέων θέσεων εργασίας, στην αύξηση του ΑΕΠ και των εξαγωγών (σωρευτικά) κατά 7,7 δισ. ευρώ και 6 δισ. αντίστοιχα. Ως πολιτικές που πρέπει να ακολουθηθούν για την επίτευξη του στόχου αυτού ο ΣΕΒ προτείνει εστίαση στην καινοτομία, στη διευκόλυνση των εξαγωγών, των συνεργασιών, των συμπράξεων και συγχωνεύσεων, στην ανταγωνιστική χρηματοδότηση και στο ρυθμιστικό περιβάλλον (φορολογία, πτωχευτικό δίκαιο κ.ά.).