Ισχυρό πλαίσιο εποπτείας για αρκετά χρόνια και μεταρρυθμίσεις για ακόμα δέκα έτη θα χρειαστεί η Ελλάδα προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η χώρα θα ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της, δήλωσε ο εκπρόσωπος της Κομισιόν Ντέκλαν Κοστέλο, μιλώντας χθες σε ολλανδούς βουλευτές στη Χάγη.

«Η Ελλάδα φαίνεται να βρίσκεται σε καλό δρόμο για να εξέλθει επιτυχώς του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018» δήλωσε ο Κοστέλο, αναφερόμενος μεταξύ άλλων στην ανάκαμψη (2,5% το 2018), τη βελτίωση στα σπρεντ των ομολόγων και την αποκατάσταση της δημοσιονομικής προσαρμογής χάρη στα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα.

Ομως, τόνισε, «υπάρχουν πραγματικές προκλήσεις σχετικά με το αν θα καταφέρει η Ελλάδα να διασφαλίσει βιώσιμη ανάπτυξη μακροπρόθεσμα, υπάρχουν σοβαρά προβλήματα». Η πραγματική πρόκληση δεν είναι αν η Ελλάδα βγει με επιτυχία από το πρόγραμμα, αλλά «να δημιουργηθεί ένα ισχυρό πλαίσιο μετά τη λήξη του προγράμματος που θα διασφαλίζει τη διαρκή εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων».

Υπάρχουν αρκετές εκκρεμότητες, είπε ο Κοστέλο, κάποιες από τις οποίες έχουν δρομολογηθεί, όπως το ζήτημα της ελάφρυνσης του χρέους ή η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, η οποία θα χρειαστεί κάποιο διάστημα για να γίνει, όμως στην περίπτωση των «βαθιών και καίριων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων θα χρειαστούν πέντε και σε ορισμένες περιπτώσεις δέκα χρόνια σταθερής εφαρμογής για να αποδώσουν».

Αρκετό διάστημα μετά την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος στήριξης της χώρας θα χρειαστεί και η πλήρης εφαρμογή των μέτρων που αφορούν τη φορολογική πολιτική (συλλογή φόρων κ.λπ.). «Η τεχνική εφαρμογή των μέτρων για την αποτελεσματική απόδοση της φορολογικής πολιτικής θα χρειαστεί κάπου πέντε χρόνια για να υλοποιηθεί πλήρως» τόνισε ο εκπρόσωπος της Κομισιόν, δίνοντας εμμέσως το στίγμα για τις δεσμεύσεις που θα περιλαμβάνει το πλαίσιο το οποίο θα εφαρμοστεί μετά τη λήξη του προγράμματος. Δεν αποκλείεται οι δεσμεύσεις να αφορούν και το πεδίο της είσπραξης οφειλών προς το Δημόσιο, καθώς, όπως είπε, υπάρχουν 2 εκατ. οφειλέτες, με μόλις το 50% να έχει υποχρεωθεί σε τακτοποίηση των οφειλών από σχεδόν μηδενικό ποσοστό το 2015. Τόνισε, παράλληλα, ότι η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων χρειάζεται καλύτερα εκπαιδευμένο προσωπικό.
Εκτός από τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και τη φορολογική πολιτική οι δεσμεύσεις της «επόμενης μέρας» θα αφορούν και το μέτωπο της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας, και ειδικότερα το Κτηματολόγιο ή το άνοιγμα των αγορών δικτύων, όπως της ενέργειας. «Χρειάζονται τουλάχιστον τέσσερα με πέντε χρόνια σταθερής υλοποίησης για να αλλάξει το οικονομικό μοντέλο» επισήμανε.

Οσον αφορά τις ιδιωτικοποιήσεις, παρότι έχει σημειωθεί τον τελευταίο χρόνο πρόοδος, είπε ότι υπάρχουν καθυστερήσεις. Προέβλεψε πάντως ότι τα έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις μπορεί να φτάσουν συνολικά τα 5 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος του 2018 ή μέχρι τα μέσα του 2019, ενώ εκτίμησε ότι το στρατηγικό σχέδιο για τις αλλαγές σχετικά με το ΤΑΙΠΕΔ «θα χρειαστεί γύρω στα τρία με πέντε χρόνια».

ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΚΑΙ ΧΡΕΟΣ. Σχετικά με τις τράπεζες, επισήμανε ότι ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας βρίσκεται σε ικανοποιητικό σημείο και ότι υπάρχει σε εξέλιξη προσπάθεια για τη μείωση μη εξυπηρετούμενων δανείων, τα οποία θα πρέπει να μειωθούν σε 60 δισ. ευρώ στο τέλος του 2019. Ομως παραδέχτηκε, δείχνοντας την πίεση που έχουν δεχτεί οι δανειολήπτες τον τελευταίο καιρό, ότι μόλις τους τελευταίους έξι μήνες βλέπουμε κάποια πρόοδο με σοβαρό τρόπο και εκτίμησε ότι η διαδικασία υλοποίησης των μέτρων για την εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών θα χρειαστεί ακόμη δύο χρόνια.

Για το ζήτημα του χρέους, η ανάλυση βιωσιμότητάς του, στην οποία συμφώνησαν τόσο το ΔΝΤ όσο και η ΕΚΤ και η οποία περιλήφθηκε στην πρόσφατη έκθεση συμμόρφωσης της τρίτης αξιολόγησης, έδειξε, σύμφωνα με τον Κοστέλο, ότι «χρειάζονται επιπλέον μέτρα για να κατασταθεί το χρέος βιώσιμο». Εδειξε, μάλιστα, προς την κατεύθυνση της επιμήκυνσης της διάρκειας αποπληρωμής ως μέτρου ελάφρυνσης ανάλογα με το ύψος της ανάπτυξης, βάσει της απόφασης για την εφαρμογή της γαλλικής πρότασης. «Είναι εφικτό να έχουμε βιώσιμο χρέος, αλλά χρειάζονται κάποια επιπλέον μέτρα» δήλωσε, ευθυγραμμίζοντας υπό μια έννοια τη θέση της Κομισιόν με αυτή του ΔΝΤ και παρακάμπτοντας –για πρώτη φορά –την προϋπόθεση «εφόσον χρειαστεί».

Από τα λεγόμενα του Κοστέλο προκύπτει ότι οι δανειστές αναζητούν στο πλαίσιο της τεχνικής επεξεργασίας για την ελάφρυνση του χρέους βάσει της γαλλικής πρότασης, που ξεκίνησε την περασμένη εβδομάδα, να διασφαλιστεί ότι θα υπάρξει «ένας μηχανισμός ελέγχου» που θα εμποδίζει την κυβέρνηση να χειραγωγεί την ανάπτυξη προκειμένου να πιέζει για να λαμβάνει μεγαλύτερη ελάφρυνση χρέους. «Γιατί να ήθελε να μειώσει την ανάπτυξη του έτους 2020 η κυβέρνηση για να λάβει επέκταση της λήξης ενός δανείου, η οποία θα ξεκινά από το 2051» αναρωτήθηκε απαντώντας σε σχετική ερώτηση ολλανδού βουλευτή, δίνοντας, παράλληλα, μια γεύση για το πώς θα κινηθεί το πλαίσιο της ελάφρυνσης του χρέους. «Υπάρχει μεγάλη έκθεση της Ελλάδας σε δανεισμό, το ερώτημα δεν αφορά στο αν θα εξέλθει η χώρα από το πρόγραμμα επιτυχώς, αλλά πώς θα διασφαλίσουμε ότι θα συνεχίσει σε βιώσιμη ανάπτυξη και θα ανταποκριθεί εξ ολοκλήρου στις υποχρεώσεις της» τόνισε δείχνοντας για άλλη μία φορά ότι η εποπτεία μετά τα Μνημόνια θα είναι μεγάλης διάρκειας.

ΣΚΛΗΡΗ ΛΙΤΟΤΗΤΑ. Τα λόγια του Κοστέλο, ο οποίος είχε προσκληθεί από ολλανδούς βουλευτές για να μιλήσει για το ελληνικό πρόγραμμα, ήταν ακόμη αποκαλυπτικά της σκληρής λιτότητας που έχει επιβληθεί στην Ελλάδα, και κυρίως στο πλαίσιο του τρίτου Μνημονίου. Ενδεικτική ήταν η παραδοχή, την οποία επανέλαβε αρκετές φορές, ότι καταγράφεται «υπεραπόδοση των δημοσιονομικών στόχων» με τις επιδόσεις σε πρωτογενή πλεονάσματα, που έχουν ξεπεράσει τις προσδοκίες του προγράμματος, αλλά και ότι η απόδοση των μέτρων ύψους 4,5% του ΑΕΠ μέχρι το τέλος του 2018 προέρχεται κυρίως από μεταρρυθμίσεις σε συντάξεις, εισόδημα και ΦΠΑ.

Ανάμεσα στις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι Ελληνες είναι η ανεργία, η οποία συνεχίζει να «κινείται σε μη αποδεκτά υψηλά επίπεδα», όπως είπε ο Κοστέλο, ενώ όσον αφορά το εισόδημα κοινωνικής αλληλεγγύης με 700.000 αποδέκτες δήλωσε ότι «δεν είναι γενναιόδωρο σύστημα». Αλλά και στις επενδύσεις οι αποδόσεις της κυβέρνησης κινούνται σε χαμηλά επίπεδα, καθώς τόνισε ότι «οι επενδυτές ανησυχούν για την ολοκλήρωση των προγραμμάτων».

Οσον αφορά την τρίτη αξιολόγηση, είπε ότι γίνεται έλεγχος ακόμη σε κάποια προαπαιτούμενα και «ελπίζουμε» να καταλήξουμε στην εκταμίευση της δόσης. «Γνωρίζουμε τις δραματικές συνέπειες της κρίσης στο ελληνικό εισόδημα και το μέγεθος της φτώχειας, αλλά για να γίνουν διορθώσεις χρειάζεται εκσυγχρονισμός του συστήματος».