Η πρόσφατη ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ περί των τριμηνιαίων εθνικών λογαριασμών για το γ’ τρίμηνο του έτους δυστυχώς επιβεβαιώνει τα πλέον απαισιόδοξα σενάρια για την πορεία της οικονομίας. Η Ελλάδα παραμένει εγκλωβισμένη στην «παγίδα της χαμηλής ανάπτυξης». Οι αναπτυξιακές επιδόσεις της χώρας εμφανίζονται σημαντικά κατώτερες των χωρών που εφάρμοσαν αντίστοιχα προγράμματα προσαρμογής, όπως η Πορτογαλία (2,6%) και η Ισπανία (3,1%) και αδυνατεί να εκμεταλλευτεί το ευνοϊκό οικονομικό κλίμα της ευρωζώνης (2,5%). Ο μετριοπαθής (και διαρκώς προς τα κάτω αναθεωρούμενος στόχος) του προϋπολογισμού για αύξηση του ΑΕΠ το 2017 κατά 1,6% μοιάζει πια εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί.

Η απρόθυμη υιοθέτηση των μεταρρυθμίσεων και η στρεβλή εφαρμογή τους, η πιστωτική ασφυξία, η υποβάθμιση των θεσμών που επηρεάζουν την οικονομική ζωή δεν επέτρεψαν στην οικονομία να ανακάμψει ουσιαστικά, διαψεύδοντας τη «θεωρία του ελατηρίου», που θέλει τις οικονομίες να επανέρχονται δυναμικά έπειτα από βαθιά ύφεση. Και βέβαια, η πρόθυμη συμφωνία της κυβέρνησης σε θηριώδη πρωτογενή πλεονάσματα υπονομεύει τη δυνατότητα άσκησης οποιασδήποτε αναπτυξιακής πολιτικής. Μάλλον αναμενόμενα λοιπόν, ο ΟΟΣΑ εκτιμά το «παραγωγικό κενό» της ελληνικής οικονομίας (δηλαδή τη διαφορά ανάμεσα στο πραγματικό και το δυνητικό ΑΕΠ) για το 2017 στο -11,1%, ποσοστό μεγαλύτερο από κάθε άλλο κράτος-μέλος του.

Συγκριτικά μικρές όμως είναι και οι δυνητικές αναπτυξιακές δυνατότητες της οικονομίας. Η πολυετής οικονομική κρίση οδήγησε στην απίσχνανση σημαντικού μέρους του παραγωγικού ιστού και απαξίωσε σημαντικό ανθρώπινο κεφάλαιο. Η εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών έπρεπε να προηγηθεί, πλην όμως δεν επαρκεί. Και οι μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν δεν πρόκειται να αποδώσουν άμεσα ή χωρίς συνδρομή και κυρίως δίχως τον ενστερνισμό τους από το πολιτικό σύστημα. Όπως επισήμανε το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο στην πρόσφατη Ειδική Εκθεσή του για τη διαχείριση των τριών προγραμμάτων προσαρμογής που εφαρμόστηκαν στη χώρα (Μνημόνια Ι, ΙΙ και ΙΙΙ), «τα προγράμματα δεν υποστηρίζονταν από συνολική αναπτυξιακή στρατηγική με πρωτοβουλία της ίδιας της χώρας, η οποία θα μπορούσε να καλύπτει και την μετά τη λήξη των προγραμμάτων περίοδο».

Η «μεταμνημονιακή» Ελλάδα χρειάζεται να καταγράψει υψηλούς αναπτυξιακούς ρυθμούς για πολλά συνεχόμενα χρόνια προκειμένου να καλύψει το χαμένο (ευρωπαϊκό) έδαφος και να αντιμετωπίσει πρώτιστα το πιεστικό κοινωνικό ζήτημα της ανεργίας. Αυτό προϋποθέτει την κατάρτιση και εφαρμογή ενός εθνικού ολοκληρωμένου σχεδίου ανάπτυξης με σαφείς προτεραιότητες.

Κύριοι άξονες της εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής πρέπει να είναι η εφαρμογή ενός δίκαιου και οικονομικά αποτελεσματικού φορολογικού συστήματος, η ενσωμάτωση της οικονομίας στις ευρωπαϊκές και παγκόσμιες αλυσίδες αξίας μέσω της προώθησης της καινοτόμας και εξωστρεφούς επιχειρηματικότητας για την παραγωγή εμπορεύσιμων προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας και η προώθηση δημόσιων πολιτικών και θεσμικών αλλαγών σε κρίσιμους για την ανάπτυξη τομείς που δεν αντιμετώπισαν αποτελεσματικά τα ακολουθούμενα προγράμματα προσαρμογής (π.χ. χωροταξία).

Σήμερα η Ελλάδα κωλυσιεργεί στην κατάρτιση ενός τέτοιου σχεδίου παρότι αυτό αποτελεί συμβατική υποχρέωσή μας τα τελευταία δύο χρόνια. Δεν υπάρχει πλέον χρόνος για χάσιμο.

Ο Δημήτρης Σκάλκος είναι πολιτικός επιστήμονας – διεθνολόγος. Το βιβλίο του «Αλλάζει η Ελλάδα;» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Επίκεντρο