Δεν συνιστά εξαίρεση το βιβλίο διηγημάτων του Γιώργου Μπράμου «Ανάμεσα στους τοίχους» όσον αφορά το οπισθόφυλλό του που, αντί να συνοψίζει το τι πρόκειται να διαβάσεις, σε μπερδεύει με παρατηρήσεις του τύπου «Σκληρά, αντιρητορικά αλλά και απρόσμενα, τα διηγήματα του βιβλίου διατρέχουν τη μνήμη και το βίωμα, αφήνοντας το ίχνος της μικρής ιστορίας, μέσα στη σύγχυση και την αμηχανία των καιρών». Ευτυχώς από μια άποψη, γιατί όταν έχει αποθαρρυνθεί προκαταβολικά η προσμονή σου, η ευχαρίστηση διαβάζοντας τα διηγήματα γίνεται ακόμα μεγαλύτερη. Δεν παύεις όμως να αναρωτιέσαι πώς είναι δυνατόν κείμενα αφηγηματικά, γραμμένα σε τόσο λαγαρό ύφος, με τόσο απρόβλεπτες και επιδέξιες στροφές όσον αφορά την εξέλιξή τους και επιπλέον με μια τόση σαφήνεια που δεν κάνει έστω για ελάχιστα προβληματική ή βαρετή την παρακολούθησή τους, να συνδυάζονται με μια ανακολουθία, όπως σαφώς επισημαίνεται στο απόσπασμα του οπισθοφύλλου που παραθέσαμε. Πώς είναι δηλαδή δυνατόν σε καιρούς που τους διακρίνει σύγχυση και αμηχανία –όπως τους σημερινούς –να εναποτίθεται μέσα τους το ίχνος μιας μικρής έστω ιστορίας, διαμορφωμένης όμως σε καιρούς μιας εντελώς διαφορετικής ηθικής τάξεως, και το ίχνος αυτό να μη συκοφαντείται, να μην αλλοιώνεται και τελικά να μην αποβάλλεται ως ξένο σώμα σε σχέση με ό,τι ισχύει σήμερα. Μόνο αν η μνήμη και το βίωμα ήταν υπεράνω πάσης υποψίας –όσο αυθεντικά ή σκληρά κι αν έχουν υπάρξει -, δεν είχαν δηλαδή διαμορφωθεί και αυτά σε σχέση με μια παλαιότερη εποχή που κάθε άλλο παρά αναμάρτητη υπήρξε, θα μπορούσε να λειτουργήσουν ως αντίβαρο στη συγκαιρινή σύγχυση και αμηχανία.

Οπως σχεδόν κρυπτικό θα χαρακτήριζες τον τίτλο του βιβλίου «Ανάμεσα στους τοίχους» για να διευκρινιστεί και αυτός πλήρως, καθώς είτε πρόκειται για την οδό Πειραιώς είτε για τον Αχλαδόκαμπο, είτε ακόμα και για τον προορισμό μιας εκδρομής, όσο αναπεπταμένος και ευρύς και αν είναι ο ορίζοντας που περιβάλλει τους ήρωες των διηγημάτων, οι ίδιοι δεν παύουν να τον αισθάνονται ως ένα όριο τόσο ασφυκτικό όπως είναι οι τοίχοι ενός διαμερίσματος στου Γκύζη ή μιας φυλακής, για παράδειγμα οι φυλακές Αβέρωφ που υπήρχαν παλαιά στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Εξίσου εκφραστικός ωστόσο με τον σημερινό τίτλο θα ήταν ένας τίτλος που ανάμεσα σε άλλες θα περιείχε τη λέξη «χρόνος», αφού είτε πρόκειται για τον πρωτοπρόσωπο αφηγητή και τη Χριστίνα του διηγήματος «Το βήμα της χορεύτριας» είτε για τη μάνα, τον πατέρα και τον γιο του διηγήματος «Μόσκβιτς» είτε, τέλος, για το «ζευγάρι» του διηγήματος «Το πρώτο θύμα», τελικά όλοι τους είναι υποχείριοι του χρόνου που συστέλλεται ή διαστέλλεται και αποκτά ένα απίθανο δραματικό βάθος χάρη ακριβώς στις περιπέτειές τους.

Ιδεολογική εμβέλεια

Ομως τότε –στην περίπτωση δηλαδή ενός άλλου τίτλου –θα ελαττωνόταν ή θα χανόταν η ιδεολογική εμβέλεια των διηγημάτων και θα κυριαρχούσε μόνο η υπαρξιακή τους διάσταση –αν είχε επιλεγεί η λέξη «χρόνος» -, ενώ τώρα μια καίρια σύζευξή τους δίνει σε όλα τους μια σχεδόν πλήρη αισθητική αρτιμέλεια. Οσο και αν αδυνατείς να εντοπίσεις έναν κεντρικό άξονα στα δεκατρία διηγήματα του βιβλίου και παρά την ύπαρξη μιας ευάρεστης αριστεροφροσύνης, είναι πολύ εύκολο να αντιληφθείς το υπόγειο ρεύμα που νοτίζει άλλοτε ως τρεχούμενο καθαρό νερό και άλλοτε ως παχύρρευστο, διαφανές ωστόσο, υγρό τις ιστορίες αυτές ώς τις έσχατες λεπτομέρειές τους. Απόδειξη ότι αισθάνεσαι προκαταβολικά πως όσος χρόνος κι αν θα έχει περάσει από το διάβασμά τους, ένα πρόσωπο ή ένα περιστατικό σε σχέση με όσα τις στοιχειώνουν θα επανακάμπτει εντονότατα μέσα σου, καθώς και καθετί που συνδέεται μαζί τους, έστω και αν η αφηγηματική γοητεία που είχε ασκηθεί πάνω σου και εξαιτίας της τα θυμάσαι, θα έχει εξατμιστεί.

Ακένωτη βρυσομάνα

Παλιομοδίτικα θα χαρακτήριζε κανείς με τις σημερινές ισχύουσες αφηγηματικές προσλαμβάνουσες τα διηγήματα του Γιώργου Μπράμου, θα όφειλε ωστόσο όποιος θα τολμούσε έναν ανάλογο χαρακτηρισμό να παραδεχτεί πως όσο και αν ο ουμανισμός είναι μια έννοια που έχει ταλαιπωρηθεί αφάνταστα τόσο στην πολιτική όσο και στην τέχνη, παραμένει πάντα μια ακένωτη βρυσομάνα ώστε να παράγει διαμάντια όπως είναι τα διηγήματα «Αφωνία» και «Ανάμεσα στους τοίχους» (ο τελευταίος δεν είναι μόνο ο τίτλος του βιβλίου, αλλά και ο τίτλος συγκεκριμένου διηγήματος). Με το πρόσθετο ενδιαφέρον πως όταν πολλά σύγχρονα κείμενα γραμμένα με ύφος ελλειπτικό και μια σύλληψη όσον αφορά τη θεματολογία τους σκοτεινή και αδιακρίβωτη θα έχουν λησμονηθεί, βιβλία όπως το «Ανάμεσα στους τοίχους», υφασμένα με το στέρεο στημόνι μιας αχειραγώγητης αισθηματικής ευταξίας και συγκίνησης, θα διατηρούν στη λιγότερο ευνοϊκή για αυτά περίπτωση τον χαρακτήρα μιας αναντικατάστατης μαρτυρίας, ενώ αν συμβεί να μη γυρίσει ο κόσμος ανάποδα –όπως εν πολλοίς ήδη παρατηρείται -, η ανάγνωσή τους θα ανακαλεί συνθήκες ζωής που όσο και αν έχουν εκλείψει, συνιστά μια πραγματική απόλαυση η διατήρησή τους λόγω κυρίως της γραφής. Οχι μόνο μια απόλαυση αλλά και μια υπενθύμιση πόσο στις εντελείς αφηγηματικά ώρες το ηθικό μεταβάλλεται σε αισθητικό, το αισθητικό σε πολιτικό, συνιστώντας όλα τους τα επιμέρους στοιχεία μιας ενότητας που κάνει τον κάθε είδους διαχωρισμό να φαντάζει αδόκιμος, καθώς, αν και φέτες ζωής, τα διηγήματα «Ανάμεσα στους τοίχους» δεν παύουν να «αλληλοαναγνωρίζονται» σε ένα κομβικό σημείο: να κορυφώνονται όταν έχει επέλθει η κρίσιμη στιγμή των ηρώων τους είτε συναντώντας τους άλλους είτε τον εαυτό τους με έναν τρόπο που τεκμηριώνει η έξοχη ρήση «Μια φορά μάς μίλησε ο έρωτας, μια φορά μάς μίλησε το φεγγάρι, όλα τα άλλα είναι βαρετή επανάληψη» (για παράδειγμα, το διήγημα «Μόσκβιτς»).

Κάτι το αναπόφευκτο

Με κυριότερο προσόν του βιβλίου εκείνο που παρατηρείται συνήθως στο σύνολο της πεζογραφίας, ανεξάρτητα του τόπου καταγωγής της, αν ο συγγραφέας είναι Λάπωνας ή Νοτιοαφρικανός, Ινδός ή Νοτιοαμερικανός. Ολες οι σχέσεις, συμπεριλαμβανομένων ακόμα και των ερωτικών, ενώ φαίνεται να έχουν έναν συμπτωματικό, συγκυριακό χαρακτήρα, δεν θα είχαν δηλαδή υπάρξει με μια ελαφριά μετακίνηση των συνθηκών που μέσα τους ολοκληρώνονται, συχνά ακόμη και με έναν φόνο, στην πραγματικότητα να αναγνωρίζεις ότι κάτι το ανεπίγνωστο και ασυνειδητοποίητο και από τις δύο πλευρές έχει κάνει τη συνάντησή τους περισσότερο ακόμα και από αναπόφευκτη, σχεδόν μοιραία θα έλεγε κανείς, προκειμένου να κλείσει ένας κύκλος που κανείς δεν γνωρίζει να πει πότε, πού και γιατί άνοιξε. Είτε πρόκειται για τις «σχέσεις» της αστυνομικού Παναγιώτας Λυμπεροπούλου με έναν αλλοδαπό στο διήγημα «Ονομα;» είτε για τη σχέση του οδηγού ταξί με την Ελένη στο διήγημα «Στην παραλία».

Γιώργος Μπράμος

Ανάμεσα στους τοίχους

Εκδ. Καστανιώτη, 2017, σελ. 208

Τιμή:

10,60 ευρώ