Η συγχαρητήρια επιστολή του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας προς τον νικητή των αυστριακών εκλογών ήταν ασυνήθιστα θερμή. «Είμαι βέβαιος», τόνιζε, «ότι υπό τη δική σας ηγεσία η Αυστρία θα διαφυλάξει ως κόρη οφθαλμού τις ευρωπαϊκές αξίες που μας ενώνουν και ότι θα είστε στην πρώτη γραμμή της διαμόρφωσης του ευρωπαϊκού μέλλοντος προς όφελος των πολιτών μας». Ο Σεμπάστιαν Κουρτς θα τα κάνει όλα αυτά; Ο άνθρωπος που κατηγορήθηκε από τους ακροδεξιούς ότι έκλεψε όλες τις ιδέες τους για τον περιορισμό τής μετανάστευσης;

Θα μπορούσε βέβαια να είναι απλώς μια εκδήλωση αβροφροσύνης προς ένα αδελφό κόμμα που θριάμβευσε σε μια εκλογική αναμέτρηση. Υπάρχει όμως και μια άλλη εξήγηση. Που απορρέει από την παρατήρηση ότι ο νεαρός αρχηγός του Λαϊκού Κόμματος της Αυστρίας, επονομαζόμενος και «υπερσυντηρητικός Μακρόν», αποτελεί πλέον πρότυπο για όλους τους κεντροδεξιούς πολιτικούς της Ευρώπης. Και ότι ο τρόπος με τον οποίο εμβόλισε το Κόμμα της Ελευθερίας, στρέφοντας το κόμμα του πολύ δεξιά, είναι μια στρατηγική που πρέπει να βρει μιμητές.

Με άλλα λόγια, αφού ο κόσμος σιχαίνεται τους μετανάστες και οι ακροδεξιοί κερδίζουν ψήφους προτείνοντας να τους πετάξουμε στη θάλασσα, γιατί να μην προτείνουμε εμείς ακόμη πιο αυστηρά μέτρα ώστε να τους κλέψουμε την πελατεία;

Ακόμη κι αν υπάρχουν στην αξιωματική αντιπολίτευση φωνές που προτείνουν μια τέτοια σκληρή γραμμή, δύσκολα ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα ενδώσει στον πειρασμό να τις εισακούσει. Η ανάλυση των εξελίξεων στην ευρωπαϊκή (κεντρο)δεξιά είναι άλλωστε πιο σύνθετη. Δεν υπάρχουν δύο στρατηγικές, αυτή που νικά κι εκείνη που χάνει, αλλά δύο πόλοι. Ο ένας εκπροσωπείται από τον συντηρητικό ή προοδευτικό φιλελευθερισμό της Ανγκελα Μέρκελ και του Εμανουέλ Μακρόν, ο άλλος από τον ριζοσπαστικό, προσωποκεντρικό λαϊκισμό του Κουρτς, που στην πιο χυδαία του εκδοχή εκφράζεται από τον Ορμπαν, τον Κατσίνσκι και τον Τσέχο Αντρέι Μπάμπις, γνωστό και ως «Μπαμπισκόνι».

Είναι αλήθεια ότι το ρεύμα μοιάζει να είναι με τους δεύτερους. Οπως επισημαίνει όμως ο γνωστός ολλανδός πολιτικός επιστήμονας Κας Μούντε, που έχει μελετήσει εκτενώς το φαινόμενο του λαϊκισμού (έχει γράψει άλλωστε και βιβλίο για τη διάψευση της λαϊκιστικής υπόσχεσης του ΣΥΡΙΖΑ), μια πολιτική γραμμή που βασίζεται στην προσωπικότητα αντί για την ταυτότητα έχει μόνο βραχυπρόθεσμα οφέλη. Κι αυτό γιατί η εκλογική βάση γίνεται πιο χαλαρή, πιο ρευστή, πιο ευμετάβλητη, σήμερα σε υποστηρίζει, αύριο σε εγκαταλείπει.

Σε τελευταία ανάλυση, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει δίκιο: το παιχνίδι θα κριθεί στο γήπεδο των «ευρωπαϊκών αξιών που μας ενώνουν». Και αυτές τις αξίες, στις οποίες περιλαμβάνονται η αλληλεγγύη, η ενσυναίσθηση και η δικαιοσύνη, ορισμένοι ευρωπαίοι πολιτικοί τις υπερασπίζονται, ενώ άλλοι τις καταπατούν και τις χλευάζουν. Οι ασκήσεις ισορροπιών είναι αναγκαίες στην πολιτική. Αλλά κάποια στιγμή πρέπει να κάνεις τις επιλογές σου, ακόμη κι αν κοστίζουν.