Η πλατεία του χωριού βλέπει τη θάλασσα. Oσην ώρα διαρκεί ο πρωινός καφές, τα καΐκια και oι βάρκες επιστρέφουν από την καθετή ή το παραγάδι και τα πρώτα φουσκωτά ξεκινούν για τις απρόσιτες οδικά παραλίες. Η συζήτηση διακόπτεται κάθε φορά που πλεούμενο πλησιάζει το μικρό λιμανάκι. «Γυρνάει ο Θανάσης…». «Αργησε ο Γιάννης, έπεσε σε καλή ψαριά». Στο ενδιάμεσο για να περνάει η ώρα αναλύουμε τα βαρετά νέα που είναι και παλιά.

Πού οι εποχές με τους ζωηρούς καβγάδες περί ευρώ, φορολογίας, γερμανοτσολιάδων. Πάνε αυτά! Η εποχή Βαρουφάκη, Λαφαζάνη και Ζωής δεν είναι πια της μόδας. Τώρα, με λίγες λέξεις απαξιώνονται τα «νέα καμώματα» των Ιουλιανών… Δεν μας σαστίζουν. Ο μετριοπαθής ορθόδοξος Πρόεδρος της Βουλής, και ο «ταλιμπάν της Ορθοδοξίας» συνέταιρός του προσπαθούν να κρατήσουν το ενδιαφέρον από τα χειμαζόμενα αυγουστιάτικα ΜΜΕ. Η μετάλλαξη του φιλελεύθερου Σταθάκη σε Σκουρλέτη των ορυχείων χρυσού. Οι υποστολές σημαίας και οι κληρώσεις για την επιλογή των αρίστων του τρίτου κατά σειράν μαχητή την «αριστεία για όλους». Ολα αυτά πουκάμισα κενά, σβήνουν από τη ζέστη και την άφιξη της ψαριάς, που θα καθορίσει τη σύνθεση της παρέας για το βραδινό. Η ατμόσφαιρα αλλάζει το βράδυ. Παλιοί και καινούργιοι επισκέπτες βρίσκονται γύρω από τραπέζια, θυμούνται τα παλιά.

Σε μια τέτοια παρέα βρέθηκε κι ένα ζευγάρι υποστηρικτές τώρα, όπως και τότε, της αντιμνημονιακής και αντιευρωπαϊκής Αριστεράς. Δεν θα σας ζαλίσω με τις αντιπαραθέσεις των δύο στρατοπέδων. Απλά θέλω να πω ότι μετά το Brexit σβήνει πριν ανοίξει ο καβγάς. Σαν τα κεράκια του Μεγάλου ποιητή, η τραγική για ένα μεγάλο έθνος εξέλιξη αποκάλυψε την πραγματικότητα της επιλογής και των ημεδαπών λαϊκιστών. Το ερώτημα δεν είναι πια έξω ή μέσα από το ευρώ, την ΕΕ, και τη ναυτοσύνη των Ελλήνων για «νέα λιμάνια» –κινέζικα, ρώσικα ή λατινοαμερικάνικα. Το ερώτημα είναι τι έχουν αυτοί οι άνθρωποι που γοήτευσαν για έξι μήνες ακόμη και τον Κρούγκμαν, και ποια διαταραχή τούς κάνει να επιμένουν.

Ούτε και ο αντικομμουνισμός και ο αντιναζισμός συγκινούν κανέναν, εκτός από τους Κοντονήδες αυτού του έθνους. Και τη δρακογενιά μιας εποχής πριν από τους Νεάντερταλ. Ετσι, απομονωμένοι, εξοστρακίζονται ως παρίες και χάνουν το ζουμί αυτών των βραδινών συσκέψεων γύρω από το τραπέζι με το τηγανητό μαριδάκι και τα βλίτα με φρέσκια ντομάτα.

Και το ζουμί είναι η κατάντια των «τριών καθηγητών – χάθηκε η Πατρίδα» του Μπίσμαρκ, που στην περίπτωσή μας ήταν μόνο δύο, κι ένας τρίτος μοναχός. Οι τρεις τελευταίοι υπουργοί Παιδείας και ολίγον Θρησκευμάτων σφράγισαν όσο κανείς άλλος την πορεία προς την παρακμή. Και την οπισθοδρόμηση, που δικαιώνει τον στίχο του δικού μας Διονύση. «Στο χειρότερο του Ελληνισμού κομμάτι, στην Ελλάδα ζεις»…

Ολοι στο τραπέζι συμφωνούμε. Η χωρίς όνομα ακόμη νέα Κεντροαριστερά που φαίνεται να αναγεννιέται, οφείλει να θέσει ως πρώτη προτεραιότητα τη ριζική, επαναστατική αναμόρφωση της Παιδείας.