Οι χαρακτήρες και τα περισσότερα από τα περιστατικά της νουβέλας «Η λιτανεία», όπως εξηγεί ο συγγραφέας στη σημείωση στο τέλος, είναι φανταστικά, αλλά στηρίζονται σε πραγματικά γεγονότα, ενώ η ακρίβεια των αναφορών στη δράση των υπαρκτών προσώπων προέρχεται από τη μελέτη της υπάρχουσας βιβλιογραφίας. Η καταγωγή της «Λιτανείας» ανάγεται στο λογοτεχνικό είδος το οποίο η Linda Hutcheon ονομάζει «ιστοριογραφική μεταμυθοπλασία», όπου αίρεται ο διαχωρισμός ανάμεσα στην Ιστορία και τη μυθοπλασία και κατά συνέπεια εγείρεται μια προβληματική σχετικά με τη δυνατότητα παγίωσης της ιστορικής γνώσης. Το βιβλίο όμως του Ελπιδοφόρου Ιντζέμπελη αφίσταται από αυτό το μεταμοντέρνο είδος, επειδή η Ιστορία συνυπολογίζεται στο περιεχόμενό του πρώτιστα ως σειρά εξακριβωμένων πράξεων, οι οποίες διαμορφώνουν μια ενική αλήθεια.

Η υπόθεση αποτελείται από δύο παράλληλες ιστορίες που ανήκουν σε διαφορετικά χρονικά επίπεδα. Ο κύριος χαρακτήρας της πρώτης και εκτυλισσόμενης στο παρόν είναι ο δημοσιογράφος Δημήτρης Μελάς, που μετά την καταστροφή την οποία υπέστη το γεφύρι της Πλάκας στην Αρτα πηγαίνει στην περιοχή για επιτόπια έρευνα.

Κρυφή ερωτική σχέση

Στη δεύτερη, που τοποθετείται ξανά στην Αρτα των αρχών τώρα του εικοστού αιώνα, ο παπα-Βαγγέλης γίνεται ο αρμός στον οποίο συνάπτονται τα τοπικά κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα και επιπλέον μια κρυφή ερωτική σχέση. Η πρώτη ιστορία αρχίζει με την πλημμύρα του ποταμού Αραχθου, η οποία επιφέρει και την καταστροφή του γεφυριού. Η δεύτερη κλείνει με μία πάλι πλημμύρα του ποταμού. Οι σημειώσεις του παπα-Βαγγέλη, όπου διασώζεται η ιστορική μνήμη της Αρτας, περνούν στα χέρια του Δημήτρη Μελά. Δημιουργείται έτσι με την κατάληξη της υπόθεσης ένας τέλειος κύκλος. Η δεύτερη ιστορία αποδεικνύεται συνθετότερη ως προς την πλοκή και η πολιτική διάστασή της αποβαίνει προοδευτικά όλο και πιο σημαίνουσα, ιδιαίτερα με την εγγραφή της επίσκεψης του Ελευθέριου Βενιζέλου στην Αρτα, ύστερα από τη νίκη του στις εκλογές της 28ης Νοεμβρίου 1910, και με την περιγραφή της επινοημένης από τον συγγραφέα εξέγερσης κατά του μεγαλοκτηματία της περιοχής στις 11 Μαρτίου 1911, την ημέρα της εορτής της Πολιούχου της Αρτας Αγίας Θεοδώρας, μετά τη λιτανεία της θαυματουργής εικόνας.

Εσωτερικοί παράγοντες συνομολογούν ότι η νουβέλα συνιστά μια κατασκευή. Εξυπηρετούνται έτσι συγκεκριμένοι στόχοι. Ο πρώτος είναι η παραχώρηση της κυριότητας της αφήγησης στον αναγνώστη. Αυτό εξασφαλίζεται με την παρεμβολή παραθεμάτων, για παράδειγμα λημμάτων και αποσπασμάτων από άρθρα εφημερίδων, με τη μετατροπή εν γένει της διακειμενικότητας σε χρήση της σχετικής βιβλιογραφίας, με τη γραμμική πλοκή και με το διάφανο στήσιμο. Χάρη στις προηγούμενες τεχνικές το γεγονός της κατασκευής της νουβέλας καθίσταται προφανές, ώστε ανοίγεται μια εξωδιηγητική προοπτική, όπου επικυρώνεται η ανταλλαγή των ρόλων του αφηγητή και του λανθάνοντος αναγνώστη.

Αλλαγή ρόλων

Ο δεύτερος στόχος ο οποίος εξυπηρετείται είναι η μετακίνηση των χαρακτήρων στο παρασκήνιο και η συνακόλουθη πρόκριση του ίδιου του τόπου ως πρωταγωνιστή. Τα πρόσωπα και οι πράξεις τους αποδίδονται επίτηδες μέσα από τυπικά σχήματα, με αποτέλεσμα να δεσπόζει η περιοχή της δράσης τους, η Ηπειρος και ειδικότερα η Αρτα στη διπλή παρουσία της στο παρόν και στο παρελθόν. Γι’ αυτό επισωρεύονται τόσο αναφορές για την αρτινή λαογραφία όσο και για αυθεντικά και επινοημένα περιστατικά τα οποία συνδέονται με την τοπική ιστορία. Η περιήγηση της αφήγησης στον χώρο μπορεί να χαρακτηριστεί ως «οδολογική». Ο όρος έχει πλαστεί από τον Gestalt ψυχολόγο Kurt Lewin. Πρόκειται για την αντίληψη του χώρου την οποία αποκτά ένας επισκέπτης κατά το οδοιπορικό του για τη χαρτογράφηση μιας περιοχής μέσω των διακριτών γνωρισμάτων της. Συνεπώς στο βιβλίο «Η λιτανεία» ο τόπος επισκιάζει τους φανταστικούς ήρωες, ενώ ενσωματώνει τα ιστορικά πρόσωπα ως διακριτά και καταστατικά στοιχεία του.

Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης

Η λιτανεία

Εκδ. Στοχαστής, 2016, σελ. 106

Τιμή: 10,60 ευρώ