«Η ανάγνωση» είναι ένα βιβλίο για τους ανθρώπους που διαβάζουν, για τον διαρκώς διευρυνόμενο κόσμο της ανάγνωσης, όπως αυτός αποτυπώνεται στα πρόσωπα των ίδιων των αναγνωστών μπροστά στον φακό. Οι περίπου ογδόντα φωτογραφίες, προστιθέμενες στην υψηλής αισθητικής εισαγωγή του αναπληρωτή καθηγητή Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων Γιάννη Παπαθεοδώρου, μας δίνουν ένα βιβλίο ορατό και στο μάτι και στη σκέψη.

Στην εισαγωγή παρακολουθούμε την πορεία του κόσμου της ανάγνωσης όπως αυτός αναπτύσσεται από τον Διαφωτισμό και ύστερα. Τα «μεγάλα» βιβλία «δημιούργησαν» την ταυτότητα των ευγενών και των ανθρώπων των γραμμάτων. Είμαστε ακόμη στην αρχή –μας τονίζει ο Παπαθεοδώρου –του διαχωρισμού του «πραγματικού» από τον «ιδανικό» αναγνώστη. Τον διαχωρισμό ανάμεσα στη φιγούρα του βολταιρικού Καντίντ που συγκινείται από τον «μέγα Πανγκλός», τον σημαντικό γερμανό φιλόσοφο, και του Ποκοκουράντε που μένει παγερά αδιάφορος απέναντι στη φιλοσοφία.

Και θα έρθει η διάδοση της τυπογραφίας να αλλάξει πολλά. Ο Δέσποτας στον «Παπατρέχα» του Κοραή χαρακτηρίζει την ανακάλυψη του Γουτεμβέργιου «αγία τυπογραφία». Γιατί αυτή -συνεχίζει ο Δέσποτας, ο οποίος θα ήθελε να είναι τυπογράφος –είναι θείο δώρο. Αντιθέτως όμως απ’ όσα κοινότοπα ακούμε και διαβάζουμε, η διάδοση του βιβλίου δεν οφείλεται μόνο στην επανάσταση του Γουτεμβέργιου.

Και μετά την ανακάλυψη του Γουτεμβέργιου εξακολουθούν να κυριαρχούν η προφορικότητα και το χειρόγραφο ανάγνωσμα. Χρειάζεται η αλλαγή αυτού που ο Κ.Θ. Δημαράς θα κατονόμαζε ως «υλικοί όροι της πνευματικής ζωής» για να επιταχυνθεί η διεύρυνση του αναγνωστικού κοινού. Ο εκδημοκρατισμός ή αλλιώς και η μαζικοποίηση της ανάγνωσης είναι συνάρτηση των υλικών όρων (νέες τυπογραφικές τεχνολογίες, νέοι εκδοτικοί σχηματισμοί, καινούργια επικοινωνιακά δίκτυα) και της αστικοποίησης της κοινωνικής ταξικής διάρθρωσης και δομής. Θα το έλεγα και ως εξής: οι αστοί φέρνουν μαζί τους εκτός από τη Βιομηχανική και την αναγνωστική επανάσταση.

Ο ρομαντισμός ακολουθεί και αναπτύσσεται σε μια εποχή τριπλής αλλαγής: αλλαγή της βιβλιοαγοράς, αλλαγή του αναγνωστικού γούστου, αλλαγή της κοινωνικής και ταξικής διαστρωμάτωσης των αναγνωστών. Το ίδιο οικογενειακό μυθιστόρημα –γράφει ο Ράινχαρντ Γουίτμαν και μας το υπενθυμίζει η εισαγωγή του Παπαθεοδώρου –διαβάζεται πλέον τόσο από την αριστοκράτισσα όσο και από την καμαριέρα της.

Στα χρόνια του Διαφωτισμού το βιβλίο βγαίνει έξω από τα τείχη της βιβλιοθήκης των λογίων. Στον δε 19ο αιώνα η εξάρτηση από τη δημόσια βιβλιοθήκη αποκτά νέα διάσταση. Η Βιομηχανική Επανάσταση θεσμοποίησε την εγγραματοσύνη και η ανάγνωση έγινε το κύριο μέσο για την εκπαιδευτική διαδικασία, τη λογοτεχνική απόλαυση, την ανταλλαγή πληροφορίας, τον καθημερινό Τύπο, τη διαφήμιση. Στο πέρασμα προς τον 20ό αιώνα η ανάγνωση έχει παύσει να είναι πλέον το εκπαιδευτικό προνόμιο μιας ελίτ. Είναι γενικευμένη πρακτική μιας ολόκληρης κοινωνίας. Μέχρι να φτάσουμε και στην 10η Μαΐου 1933, όπου οι Ναζί καίγοντας βιβλία απέδειξαν πόσο σημαντικό όπλο κατά κάθε είδους ολοκληρωτισμού είναι η ανάγνωση.

Ακολουθεί η εποχή των εικόνων, της φωτογραφίας, ο 20ός αιώνας. «Τα χαρακτικά, τα ιχνογραφήματα, οι ζωγραφικοί πίνακες και οι φωτογραφίες με θέμα την ανάγνωση αποτελούν σήμερα σημαντικά τεκμήρια για να κατανοήσουμε τις αλλαγές στις νοοτροπίες και στις αναγνωστικές συμπεριφορές» (σελ. 24), για να κατανοήσουμε τη συνέχεια της ιστορίας του βιβλίου και της ανάγνωσης. Ο Τζορτζ Στάινερ διακρίνει στο έργο του Ζαν-Μπατίστ-Σιμεόν Σαρντέν «Ο φιλόσοφος διαβάζει» την απεικόνιση του «αφοσιωμένου αναγνώστη». Οι άνθρωποι απεικονίζονται και φωτογραφίζονται να διαβάζουν στην ύπαιθρο, στις σεζλόνγκ, στο έδαφος, παντού. Η φωτογραφία και η φωτογραφική μηχανή, μετά τη ζωγραφική, πλουτίζουν ακόμη περισσότερο τον κόσμο της ανάγνωσης. Αν κατά τον Ρολάν Μπαρτ η φωτογραφία είναι βιογραφία, τότε η φωτογραφία είναι και η βιογραφία του κόσμου της ανάγνωσης. «Κάπως έτσι διασταυρώνεται η ιστορία της ανάγνωσης με την ιστορία του ματιού» (σελ. 29).

Τα υπόλοιπα δεν περιγράφονται, ούτε γράφονται. Παρακολουθούνται σε περίπου 80 φωτογραφίες. Φωτογραφίες γνωστών συγγραφέων, ποιητών, λογοτεχνών αλλά και ανδρών, μικρών παιδιών και πολλών γυναικών που κρατούν ένα βιβλίο, μια εφημερίδα, μια επιστολή και διαβάζουν. Δημιουργοί και αναγνώστες, καταναλωτές και συγγραφείς, πλούσιοι και φτωχοί, επώνυμοι και ανώνυμοι, όλοι μαζί στην ίδια σκηνή, στη σκηνή του αναγνώστη. «Τα σώματα είναι καθισμένα σε καρέκλες και πολυθρόνες, τα πρόσωπα είναι απορροφημένα από την ανάγνωση, ο χώρος παραπέμπει στην ιδιωτική σφαίρα» (σελ. 31). Αυτά «τα πορτρέτα των αναγνωστών» ανταποκρίνονται σ’ έναν νέο κοινωνικό τύπο, τον δημόσιο αναγνώστη, τον λαθραναγνώστη εφημερίδων, τους στρατιώτες στο μέτωπο που τους διαβάζουν τις επιστολές, το φωτογραφούμενο «ανώνυμο» αναγνωστικό κοινό.

Η ανάγνωση ως θέμα της φωτογραφικής τέχνης κατά τον 20ό αιώνα χαρακτηρίζει το φαινόμενο της δημοσιότητας του ιδιωτικού (Ρολάν Μπαρτ). Φαινόμενο που φτάνει στο όριο του παροξυσμού με την έκθεση του ιδιωτικού στη δημοσιότητα στα σημερινά μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αυτό όμως είναι άλλο κεφάλαιο. Προς το παρόν ας μείνουμε σ’ ό,τι έγραφε ο Κ.Θ. Δημαράς το 1949 για τον έντυπο λόγο. «Η εφημερίδα έχει πάρει τόση ανάπτυξη στον τόπο μας ώστε να ικανοποιεί όχι μόνο τα επίκαιρα ενδιαφέροντα, αλλά και πιο γενικές ή πιο υψηλές πνευματικές ανάγκες». Σήμερα αυτές οι ανάγκες επαφίενται στον «πατριωτισμό» του facebook.

Επιστρέφω στην «Ανάγνωση». Ο Ντιντερό την έβλεπε ως «φαρμακευτική αγωγή με μια ενδιαφέρουσα δοσολογία: οκτώ με δέκα σελίδες από το κωμικό μυθιστόρημα του Σκαρόν∙ τέσσερα κεφάλαια από τον «Δον Κιχώτη»∙ μια προσεκτικά επιλεγμένη παράγραφο από τον Ραμπελέ∙ και τέλος, σε «λογική ποσότητα», ένα μείγμα από τον «Ζακ τον Μοιρολάτρη» και τη «Μανόν Λεσκό»» (σελ. 16).

Η ανάγνωση

Εισαγωγή: Γιάννης Παπαθεοδώρου.

Επιμέλεια: Βασιλική Χατζηγεωργίου, Ματθίλδη Πυρλή.

Αρχείο Φωτογραφίας ΕΛΙΑ – Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης.

Εκδ. ΜΙΕΤ 2016, σελ. 117

Τιμή: 12 ευρώ