Ο αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ προφανώς και δεν είναι ηγέτης του ελεύθερου κόσμου. Σύμφωνα με νέα έρευνα του Pew Research Center, είναι βαθιά αντιδημοφιλής στις περισσότερες χώρες και ήδη έχει καταφέρει σοβαρό πλήγμα στη φήμη των ΗΠΑ.

Το Pew διαπίστωσε πως τα τρία τέταρτα του κόσμου έχουν ελάχιστη ή καθόλου εμπιστοσύνη στον Τραμπ, η δημοτικότητα του οποίου στις περισσότερες χώρες είναι χαμηλότερη από εκείνη που είχε ο Τζορτζ Μπους όταν εγκατέλειψε την προεδρία. Ακόμα και στον γειτονικό Καναδά μόλις 22% των ερωτηθέντων εξέφρασε εμπιστοσύνη προς τον Τραμπ. Στη Δυτική Ευρώπη το κλίμα είναι ακόμα πιο αρνητικό. Στη Γερμανία, μόλις 6% των ερωτηθέντων πιστεύει ότι έχει τα απαιτούμενα προσόντα για το αξίωμά του και 91% τον χαρακτηρίζει αλαζόνα. Αντιστοίχως, 89% των ερωτηθέντων στη Βρετανία θεωρεί τον Τραμπ αλαζόνα και μόνο 50% εξακολουθεί να πιστεύει στην «ειδική σχέση» των δύο χωρών. Αυτό εξηγεί ενδεχομένως και το γιατί η προγραμματισμένη επίσκεψη του Τραμπ στη Βρετανία έχει αναβληθεί επ’ αόριστον.

Οι χώρες όπου ο Τραμπ έχει την ευρύτερη στήριξη στην Ευρώπη είναι η Πολωνία (73% βλέπει θετικά τις ΗΠΑ) και η Ουγγαρία (63%): αμφότερες έχουν επικεφαλής λαϊκιστικές δεξιές κυβερνήσεις. Ηδη ο πολωνός υπουργός Αμυνας έχει περιγράψει την προγραμματισμένη για αυτή την εβδομάδα επίσκεψη του Τραμπ στη Βαρσοβία ως «τεράστιο γεγονός» και «πολύ μεγάλη επιτυχία» για την κυβέρνηση του κόμματος Νόμος και Δικαιοσύνη (PiS), που συνεχίζει να λυσσομανά εναντίον της Κομισιόν και να αποξενώνει τους ευρωπαίους εταίρους της Πολωνίας.

Υπό το PiS, η Πολωνία παρασύρεται σταθερά προς τον απολυταρχισμό και απομονώνεται ολοένα και περισσότερο εντός της ΕΕ. Δεν είναι λοιπόν παράξενο το να θέλει να επισκεφθεί τη συγκεκριμένη χώρα ο Τραμπ. Στο κάτω κάτω, είναι ένας πρόεδρος που βάσισε την προεκλογική του εκστρατεία σε ένα πρόγραμμα «Πρώτα η Αμερική» εθνικισμού, ποντάρισε στη νίκη της γαλλίδας ακροδεξιάς Μαρίν Λεπέν και χειροκρότησε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για το Brexit.

Δεδομένου του ιστορικού του, ο Τραμπ θα επιχειρήσει αναμφισβήτητα να βαθύνει τους εσωτερικούς διχασμούς της ΕΕ, στρέφοντας το ανατολικό πλευρό της ενάντια στο δυτικό. Και η κυβέρνηση της Ουγγαρίας και η κυβέρνηση της Πολωνίας ανυπομονούν να προωθήσουν τα σχέδιά τους περί «ανελεύθερης δημοκρατίας». Και μπορούμε να περιμένουμε ότι θα δούμε τόσο τον ούγγρο πρωθυπουργό Βίκτορ Ορμπαν όσο και τον μη εκλεγμένο de facto ηγέτη της Πολωνίας Γιάροσλαβ Κατσίνσκι να ενθαρρύνουν τη μισαλλοδοξία του Τραμπ. Στην πραγματικότητα, θα είναι χάδι στα αφτιά τους.

Η απλοϊκή, ξενοφοβική ρητορική του Τραμπ θα βρει επίσης ευήκοα ώτα μεταξύ των Πολωνών και των Ούγγρων, που φοβούνται την ευρείας κλίμακας μετανάστευση. Τα τελευταία χρόνια μεγάλα τμήματα των εκλογικών σωμάτων της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης ανταποκρίνονται στη λαϊκιστική ρητορική και οι κυβερνήσεις της περιοχής έχουν αρνηθεί να συνεργαστούν με τη συλλογική απάντηση της ΕΕ στην προσφυγική κρίση. Παρότι οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως τα δυτικοευρωπαϊκά εκλογικά σώματα επιστρέφουν στην υποστήριξη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και των φιλευρωπαίων μεταρρυθμιστών, αυτή η θετική προδιάθεση δεν έχει φτάσει ακόμα στην Κεντρική και στην Ανατολική Ευρώπη, όπου η καχυποψία έναντι της ΕΕ παραμένει ισχυρή.

Δυστυχώς, το πολιτικό περιβάλλον στην Κεντρική και στην Ανατολική Ευρώπη είναι ιδανικό για τους λαϊκιστές, που αρνούνται να συμμετάσχουν εποικοδομητικά στο ευρωπαϊκό σχέδιο. Δεδομένου αυτού όπως και του πολύ πραγματικού κινδύνου να επιδιώξουν και άλλες χώρες την έξοδό τους από την ΕΕ, δεν πρέπει να επιτραπεί στον Τραμπ να επιδεινώσει τους υφιστάμενους διχασμούς. Οι πολίτες της Κεντρικής Ευρώπης πρέπει να καταλάβουν ότι μια μετακίνηση στην περιφέρεια της Ευρώπης θα έπληττε τα ζωτικά τους συμφέροντα, υπονομεύοντας τη δυνατότητά τους να επηρεάσουν το μέλλον της ηπείρου. Σε αυτές τις χώρες εναπόκειται να επιδιώξουν έναν συμβιβασμό, που θα τους επιτρέψει να συνεχίσουν να συμμετέχουν και να επηρεάζουν τις κοινές πολιτικές.

Κανείς δεν έχει περισσότερα να κερδίσει από μια διχασμένη Ευρώπη από ό,τι ο ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν, ο οποίος επιδιώκει από καιρό να διασπάσει την ΕΕ αποσταθεροποιώντας χώρες στην ανατολική περιφέρειά της. Για τον λόγο αυτό, η Κομισιόν, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και οι κυβερνήσεις της Γαλλίας και της Γερμανίας πρέπει να χρησιμοποιήσουν κάθε διαθέσιμο μέσο προκειμένου να διασφαλίσουν την προστασία του κράτους δικαίου στην Κεντρική και στην Ανατολική Ευρώπη.

Παράλληλα, η Κομισιόν και οι κυβερνήσεις των ηγετικών κρατών-μελών πρέπει να απλώσουν το χέρι σε εκείνες τις δυνάμεις των χωρών αυτών που εξακολουθούν να υπερασπίζονται τα ευρωπαϊκά ιδεώδη. Πρέπει να μεταβάλουμε την κοινή γνώμη και να χτίσουμε γέφυρες στους τομείς της πολιτικής που επί του παρόντος προκαλούν διχασμούς, συμπεριλαμβανομένων της μετανάστευσης, των αποσπασμένων εντός της ΕΕ εργαζομένων και της ενεργειακής πολιτικής.

Οσον αφορά το τελευταίο αυτό ζήτημα, η ΕΕ πρέπει κατεπειγόντως να δημιουργήσει μια πραγματική Ενεργειακή Ενωση ώστε να περιορίσει την εξάρτησή της από εξωτερικές, ολοένα και πιο εχθρικές χώρες, ιδίως τη Ρωσία. Και πρέπει να αναπτύξουμε μια αξιόπιστη ευρωπαϊκή Αμυντική Ενωση εντός του ΝΑΤΟ, που θα ενισχύσει τη συνεργασία στους κόλπους της ΕΕ και θα απαλύνει τις ανησυχίες των ανατολικών κρατών-μελών όσον αφορά την ασφάλεια.

Υπάρχει περιθώριο για συμβιβασμό εντός της ΕΕ για όλα αυτά τα ζητήματα. Αν καταφέρουμε να βρούμε κοινό έδαφος, θα μπορέσουμε να αρχίσουμε να ξανακερδίζουμε τους λαούς της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης. Δεν είναι προς το συμφέρον κανενός –εκτός φυσικά του Πούτιν –να επιτρέψουμε σε οποιοδήποτε ευρωπαϊκό κράτος-μέλος να σπρωχτεί στη γωνία και δυνητικά προς την έξοδο.
O Γκι Φέρχοφστατ, πρώην πρωθυπουργός του Βελγίου, είναι πρόεδρος της ομάδας Συμμαχία ΦιλελευθέρωνκαιΔημοκρατώνγια τηνΕυρώπη στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο