Πριν από λίγες ημέρες κλείσαμε επτά χρόνια από το διάγγελμα στο Καστελλόριζο, την επίσημη τελετή έναρξης της ελληνικής κρίσης, μιας κρίσης που συνεχίζεται. Τι έχουν λοιπόν «τα έρημα και ψοφάνε»; Τους δοκιμάσαμε όλους, ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, συγκυβερνήσεις, οικουμενικές. Γιατί μόνο εμείς δεν τα καταφέραμε;

Η γνώμη μου είναι διότι το πολιτικό δυναμικό δεν τόλμησε. Δεν τόλμησε να συνεννοηθεί μεταξύ του ώστε να συγκρουστεί με τα χρόνια προβλήματα. Η ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας προϋποθέτει σύγκλιση με τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Η σύγκλιση αυτή απαιτεί μεγάλες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, αλλά οι μεγάλες αλλαγές χρειάζονται και μεγάλες συναινέσεις. Συναινέσεις όμως όχι αδρανειακές, νοσταλγώντας ένα «ένδοξο» παρελθόν, αλλά μεταρρυθμιστικές, προπαρασκευάζοντας ένα καρποφόρο μέλλον. Οχι συναινέσεις για τις καρέκλες και τα φέουδα, αλλά συναινέσεις για να βάλουμε μπροστά τους ικανούς και όχι τους «δικούς μας». Η έξοδος από την κρίση δεν είναι ένα παιχνίδι Παναθηναϊκός – Ολυμπιακός όπως θέλουν να την παρουσιάζουν τα δύο κόμματα που τρέφουν την πόλωση, αλλά ένα παιχνίδι εθνικής ομάδας. Εθνικής ομάδας όμως και όχι εθνικής ημετέρων.

Η μόνη προοπτική της χώρας είναι η στροφή του παραγωγικού μοντέλου της προς εμπορεύσιμους κλάδους με καινοτομία και εξωστρέφεια. Αυτό χρειάζεται δομικές αλλαγές και στον κρατικό μηχανισμό και στο θεσμικό πλαίσιο. Χρειάζεται «να σπάσουν αβγά», αβγά που επί χρόνια εκκόλαπτε το πελατειακό μας κράτος. Και ένας μόνος του δεν μπορεί να τα σπάσει.

Ο ΣΥΡΙΖΑ που κρατάει το τιμόνι της χώρας έχει μια δυσανεξία στις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται. Υπονομεύει την ιδιωτική πρωτοβουλία και προωθεί τον κρατισμό, κτίζοντας το καθεστώς του για την επόμενη μέρα. Αδιαφανείς διορισμοί, συμβάσεις, απευθείας αναθέσεις, κομματοκρατία. Οχι βέβαια ότι δεν τα έκαναν και οι προηγούμενοι, αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ ήρθε υποτίθεται για να κατεδαφίσει το πελατειακό κράτος. Πριν λοιπόν από τον διαχωρισμό Εκκλησίας – Κράτους πρέπει να μιλήσουμε για τον διαχωρισμό κόμματος – κράτους. Και μέσα σε όλα, επικαλείται συνεχώς το «ηθικό πλεονέκτημα». Η χώρα όμως δεν χρειάζεται φωτοστέφανα, χρειάζεται θεσμούς και διαδικασίες και αυτά είτε τα ξεχειλώνει είτε τα ξηλώνει μεθοδικά.

Από την άλλη, η ΝΔ κινδυνεύει να γίνει ΣΥΡΙΖΑ του 2014, ζητώντας συνεχώς εκλογές και εκφράζοντας μια πολιτική βουλιμία που τα χωράει όλα στην προοπτική της εξουσίας: και το Φιλελεύθερο Κέντρο και τη Λαϊκή Δεξιά. Πώς να την εμπιστευτείς για μεταρρυθμίσεις όταν ένα μεγάλο κομμάτι της είναι βαθιά συντηρητικό και παλαιοκομματικό; Δύσκολη ισορροπία και το βλέπουμε ιδίως τελευταία.

Το ΠΑΣΟΚ, με τη σειρά του, θέλει να κάνει μια προσπάθεια ανασύνταξης της «Κεντροαριστεράς» νοσταλγώντας και υποσχόμενο επιστροφή στο «ένδοξο» παρελθόν. Οι κομματικοί μηχανισμοί και οι καρέκλες σε πρώτο πλάνο. Διεύρυνση ακόμα και με ενσωμάτωση βουλευτών εκλεγμένων με άλλα κόμματα στην ίδια κοινοβουλευτική περίοδο. Ενα κόμμα που είχε την ευκαιρία να αναγεννήσει τον χώρο, αλλά επέλεξε να αναγεννήσει τις φιλοδοξίες των πολιτευτών του.

Το Ποτάμι έρχεται ως η προοδευτική συνιστώσα του μεσαίου χώρου. Χωρίς σκελετούς στην ντουλάπα, το μόνο που μπορεί να σπρώξει προς τις απαιτούμενες αλλαγές, προς αξιοκρατία, διαφάνεια, ίσες ευκαιρίες. Είναι το μόνο που μπορεί να μιλήσει πειστικά για αντιπελατειακές πρακτικές, αποκομματικοποίηση πανεπιστημίων, θεσμικές διαδικασίες στη Βουλή, απελευθέρωση αγορών και επαγγελμάτων, βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα κ.ά. Κι όλα αυτά όχι κτίζοντας τείχη, αλλά ρίχνοντας γέφυρες σε όλες τις προοδευτικές δυνάμεις. Μειοψηφικό το ρεύμα του στην Ελλάδα (σε αντίθεση με το αντίστοιχο στη Γαλλία) αλλά κρίσιμο και χρήσιμο. Αυτό που μπορεί τελικά να κάνει τη ζυγαριά να γείρει προς στο μέλλον και όχι στον παρελθόν.

Ο Γιώργος Μαυρωτάς είναι βουλευτής Αττικής με Το Ποτάμι και γραμματέας

Κοινοβουλευτικού Εργου του κόμματος