Μια βολική και όχι απολύτως άστοχη παρανόηση θα ήταν ότι έχουμε να κάνουμε με μια ιστορία για την άνοια. Ή για την ανεπαρκή αντιμετώπισή της, μέσα από την καταπιεστική γραφειοκρατία των ερωτήσεων που θέτουν και των μεθόδων που εφαρμόζουν σε ασθενείς οι λογής ψυχολόγοι. Εν προκειμένω, έχουν απέναντί τους μια ηλικιωμένη γυναίκα 82 ετών, που έζησε τις τέσσερις εποχές της ζωής της και πλέον, κουβαλώντας στις αποσκευές της μια ελαφριά αστάθεια, κάποιες αρρυθμίες, μια σχετική αϋπνία, μερικά διαταρακτικά όνειρα και κυρίως ορισμένα κενά μνήμης, ετοιμάζεται να περάσει στην Πέμπτη Εποχή, έναν οίκο ευγηρίας καθώς λέμε, που εγγυάται άριστη περίθαλψη, απολύτως σύγχρονα δωμάτια, καταξιωμένους γιατρούς, ενημερωμένη βιβλιοθήκη και άλλα τέτοια ελπιδοφόρα. Το ενδιαφέρον είναι ότι το πέρασμα της ηλικιωμένης από το ασφαλές παρόν στο άγνωστο μέλλον, από το πατρικό όπου έζησε όλη της τη ζωή στον οίκο ευγηρίας, όπως και κάθε μετακόμιση, έχει τα χαρακτηριστικά ενός ακόμα, τελευταίου μάλλον, ορόσημου ζωής. Το ακόμα καλύτερο είναι ότι ενόψει της μεγάλης αλλαγής, αλλά και κάθε που επιδεινώνονται τα σημαντικότερα προβλήματα της υγείας της, τα κενά μνήμης, εκείνη «κλείνει τα μάτια της κι αρνείται να αντικρίσει το πρόσωπό της στον καθρέφτη, μήπως τρομάξει και αναρωτηθεί ποιο είναι αυτό». Παρά τα 82 της χρόνια, φαίνεται λες και ο εαυτός της πρέπει να ανακαλυφθεί ξανά.

Στη «Μετακόμιση» της Φωτεινής Τσαλίκογλου όλα συμβαίνουν σε 12 περίπου ώρες. Για την ακρίβεια, λίγο πριν ένα αυτοκίνητο παραλάβει την Ευρυδίκη Ματθαίου από το παλιό της σπίτι κι ενώ εκείνη πρέπει να συμμαζέψει τα ρούχα, τα βιβλία, τα είδη υγιεινής που θα πάρει μαζί της. Αυτά όμως είναι μάλλον τα εύκολα. Ταυτόχρονα και όπως κάθε μετάβαση απαιτεί, ξαναθυμάται και αναμετριέται εκ νέου με τη ζωή και τις χαρές ή τις λύπες της, με τους γονείς της, τον πόλεμο, τον χαμό της μικρής αδερφής της Ιουλίας από αδέσποτη σφαίρα, την πρώτη φορά που μέσα σε ένα περίπτερο έκανε έρωτα, τον Τενεσί Ουίλιαμς που άκουγε η μάνα της στο ραδιόφωνο, τον εξόριστο άντρα που ήταν ερωτευμένος με τον πατέρα της, τη μικρασιάτισσα γιαγιά της, έναν τραυματία πολέμου που τα καλοκαίρια φορούσε παλτό πάνω από την αναπηρία του, το ξένο μωρό που σε ένα ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη έγινε δικό της, τον δικό του χαμό δεκαοκτώ χρόνια μετά, τη γάτα της που αδιαφορεί για τα νεκρά προσφυγόπουλα στο Αιγαίο και τόσα ακόμα. Θυμάται και αναμετριέται είπαμε; Μάλλον αναπλάθει, επανασυνδέει ή αναψηλαφεί είναι οι σωστοί όροι. Ενα όπλο της είναι οι συνειρμοί της, που την πηγαινοφέρνουν στον χωροχρόνο. Ενα άλλο, ακόμα ισχυρότερο, είναι οι λέξεις και η γλώσσα.

Τι να σου κάνουν όμως και αυτές οι ρημάδες; Μπορούν να μετασχηματίσουν την αβάστακτη πραγματικότητα, τον τρόμο, την απώλεια, τους ανεκπλήρωτους πόθους, διατηρώντας αλώβητη την αλήθεια; Στο κάτω κάτω, η κυρία Ευρυδίκη, προικισμένη με ένα όνομα που, αιώνες τώρα, συμβολίζει τον μετεωρισμό ανάμεσα στο εδώ και στο επέκεινα, «από μικρή άλλαζε την αλήθεια και την έφερνε στα μέτρα της». Μια άλλη προσέγγιση, ωστόσο, θα μπορούσε να είναι εκείνη της μικρασιάτισσας γιαγιάς, της Σουμέχαλας, που μαζί με τη μικρή εγγονή της παίζανε κυριολεκτικά με τις λέξεις. Αρχιζε η μία, συνέχιζε η άλλη. Και στο τέλος, η γιαγιά έστηνε μια ιστορία: «Σε έναν τόπο μια φορά, ο χρόνος χάλασε, ο χώρος αρρώστησε κι αναζητήθηκε ένας άλλος τρόπος». Ιδού, όπως λέει η Ευρυδίκη, η ζωή της μέσα σε λίγες λέξεις. Λίγες αλλά παντοδύναμες και τέλος πάντων διαθέσιμες: «Ολες οι λέξεις είναι μεταξύ τους ξένες μέχρις ότου αποφασίσεις εσύ με τον δικό σου τρόπο να τις συνδέσεις» διαπιστώνει. Μακάρι να μπορούσε να πείσει σχετικά και τη νεαρή ψυχολόγο στην Πέμπτη Εποχή που της ζητά να αντιστοιχήσει ουσιαστικά και επίθετα για να τσεκάρει τη διανοητική της κατάσταση. Αδικος κόπος. «Γιατί πολύ απλά η κυρία Ευρυδίκη είναι ποιήτρια και γι’ αυτό κοιτάζει τις λέξεις σαν να τις βλέπει για πρώτη φορά. Δεν είναι η εξασθενημένη μνήμη που φταίει. Απλώς και μόνο έχει έναν δικό της τρόπο να ταιριάζει τις λέξεις. Συχνά συνδέει άσχετες σε πρώτη όψη λέξεις. Λόγω ποίησης, ίσως και λόγω θλίψης. Πάντως, όχι λόγω άνοιας».

Είναι, τελικά, ποιήτρια δηλαδή η πρωταγωνίστρια της «Μετακόμισης»; Η έμφαση ας δοθεί στο «τελικά». Γιατί η δημιουργός της, συγγραφέας η ίδια και ψυχολόγος, άνθρωπος τέλος πάντων που εμπιστεύεται τον λόγο ως μέσο διαχείρισης της πραγματικότητας και του εαυτού, αναγνωρίζει στην ηρωίδα της τη δυνατότητα να «μετουσιώνει το ανάλγητο μάρμαρο σε ζεστή σάρκα, το αίμα σε μελάνι», ακόμα και λίγο πριν από το τέλος. Μέχρι αυτό να διαφανεί, κι αν διαφανεί ποτέ, η «Μετακόμιση» της Τσαλίκογλου έχει προλάβει να στοχαστεί, διά στόματος της κυρίας Ευρυδίκης, αλλά κυρίως σε δεύτερο ενικό πρόσωπο, παραλληλίζοντας θαρρείς την απόσταση μεταξύ συγγραφέα και χαρακτήρα με εκείνη μεταξύ θεραπευομένου και θεραπευτή, πάνω στη ζωή, στον θάνατο, στον έρωτα, στην αλήθεια, ψηλαφίζοντας τον δρόμο που οδηγεί την ηρωίδα στη ρίζα και στις βασικές αγωνίες της ύπαρξής της. Ενα ακόμα κακό με τον θάνατο, ας πούμε, είναι ότι «όταν πεθαίνεις, η φύση μένει αμέτοχη, ασυγκίνητη κι αδιάφορη, τίποτα δεν αλλάζει». Η ζωή ίσως είναι «αυτό που δεν ήταν για να γίνει και γίνεται». Ο έρωτας «υπάρχει μόνο μέσα από αυτό που λείπει». Και η αλήθεια «είναι πάντα κάτι διαφορετικό από την ακρίβεια».

Υπαρξιακή υφή

Τα μυστικά του νου και της άνοιας

Αν θέλουμε να είμαστε όσο γίνεται ακριβείς, η «Μετακόμιση» είναι μυθιστόρημα υπαρξιακής υφής, για τα προσωπικά ερωτήματα και τις αρχετυπικές αγωνίες, για τη μνήμη, για τα κενά της και τη λειτουργία τους, για την αναδιατύπωση του νοήματος των βιωμάτων και της μοιρασιάς τους με άλλους, για το πώς μπορεί να γίνει πραγματικότητα το «tamam sana», το «όλα θα πάνε καλά» δηλαδή, για την υπεροχή του στοχασμού και της ταραχής των συναισθημάτων έναντι του εφησυχασμού και της συγκάλυψης, για τις κάθε λογής θεραπευτικές δυνάμεις και επουλωτικές δυνατότητές μας. Ακόμα και αν μιλάμε για ασθένειες όπως η άνοια, τότε αυτή «τελικά κρύβει μυστικά που και ο πλέον έγκριτος επιστήμονας αδυνατεί να αποκρυπτογραφήσει» –κι αυτό δεν αφορά αποκλειστικά στην ίασή της. Αν μιλάμε για τις λυτρωτικές ιστορίες και για την αφήγησή τους, τότε ένα από τα μυστικά τους είναι «να μεταμορφώνεις κατά βούληση τον κόσμο». Και αν, τέλος, μιλάμε γενικά για τις ικανότητες του πνεύματος και του νου, τότε το ηθικό δίδαγμα δίνεται ήδη από το μότο του βιβλίου: «Το μυαλό», λέει η Εμιλι Ντίκινσον, «είναι πλατύτερο από τον ουρανό».

Φωτεινή Τσαλίκογλου

Η μετακόμιση

Εκδ. Καστανιώτη, 2016, σελ. 224

Τιμή: 12,70 ευρώ