«Quo vadis Europa?». Το ερώτημα δεν είναι νέο. Δεν προέκυψε εξαιτίας της παρούσας πολυκρίσης που έχει εγκατασταθεί στην Ευρώπη. Διατυπώνεται επαναλαμβανόμενο επί τουλάχιστον δώδεκα χρόνια. Από το 2005. Από την αποτυχία, δηλαδή, του φιλόδοξου σχεδίου για το λεγόμενο «Ευρωπαϊκό Σύνταγμα». Τότε που σε δύο μεγάλες χώρες του ευρωπαϊκού πυρήνα, στη Γαλλία και την Ολλανδία, δύο παραδοσιακά φιλευρωπαϊκοί λαοί σε ισάριθμα δημοψηφίσματα αρνήθηκαν να προχωρήσουν στο ποιοτικό άλμα της Συνταγματικής Συνθήκης.

Το ερώτημα λοιπόν για το πού οδεύει η Ευρώπη δεν είναι τωρινό. Ποτέ όμως δεν υπήρξε τόσο αγωνιώδες, τόσο καθοριστικό, τόσο υπαρξιακό όσο σήμερα. Και αυτό γιατί οι –ανά πενταετία σχεδόν –αλλεπάλληλες κρίσεις, η θεσμική του 2005, η οικονομική του 2010, η προσφυγική – μεταναστευτική του 2015, δημιούργησαν μια άλλη, μεγάλη κρίση. Την πιο διαβρωτική και την πιο επικίνδυνη στην 60χρονη ιστορία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Την κρίση νομιμοποίησης. Δηλαδή την ελλειμματική αποδοχή, την ελλειμματική ταύτιση των Ευρωπαίων με την Ευρώπη. Το αίσθημα του «ανήκειν στην Ευρώπη» έχει υποστεί βαθύ τραυματισμό. Ολο και περισσότεροι Ευρωπαίοι αισθάνονται ότι η Ευρώπη είναι αδύναμη να αντιμετωπίσει αποφασιστικά την κρίση στην οικονομία που προκαλεί ανεργία. Οτι είναι αδύναμη να διαχειριστεί αποτελεσματικά το Προσφυγικό – Μεταναστευτικό που προκαλεί ανασφάλεια. Αισθάνονται, δηλαδή, ότι η Ευρώπη είναι αδύναμη να παράγει χειροπιαστά αποτελέσματα που θα κάνουν τη ζωή τους καλύτερη. Ετσι η κρίση αποτελεσματικότητας έφερε την κρίση της νομιμοποίησης.

Σήμερα, εξήντα χρόνια μετά, οι αφετηριακές ιδεολογικές πηγές και οι μεγάλες επιτυχίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, δηλαδή η διασφάλιση της ειρήνης, της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου, του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, θεωρούνται δεδομένες. Ετσι η προσοχή των πολιτών, μοιραία, στρέφεται από τις ιδέες και τα ιδανικά στη ζώσα πραγματικότητα. Και εκεί η Ευρώπη θεωρείται ότι δεν ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις της και στις προσμονές που καλλιέργησε. Ειδικά όσον αφορά την οικονομική ευημερία με κοινωνικό πρόσωπο, που σήμερα ξεθωριάζει.

Η χειροτέρευση της καθημερινότητας οδηγεί, μοιραία, στην αμφισβήτηση της ευρωπαϊκής ιδέας. Μέσα σε αυτή την αμφισβήτηση μεγάλωσε και ο ευρωαρνητισμός, το προχωρημένο στάδιο του ευρωσκεπτικισμού. Οταν μάλιστα ο ευρωαρνητισμός συναντάει τον λαϊκισμό και τον εθνικισμό, τότε αποκτά μια επικίνδυνη ορμή. Το ζήσαμε ήδη στη Βρετανία. Και αν εκεί, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι το Brexit ήταν η λογική συνέχεια και συνέπεια της διαχρονικής «ευρωγκρίνιας», ενός δύσκολου εταίρου, δεν μπορεί να ισχυριστεί το ίδιο για χώρες όπως η Γαλλία και η Ολλανδία. Είναι πολύ ανησυχητικό να βλέπουμε την αντιευρωπαϊκή ρητορεία να καλπάζει σε χώρες-πυλώνες της ΕΕ.

Ευτυχώς, οι Ολλανδοί δεν επέτρεψαν στον Ακροδεξιό Βίλντερς να χαρεί μια, ολέθρια για την Ευρώπη, εκλογική νίκη. Προσοχή όμως! Στην Ολλανδία η απειλή απλώς υποχώρησε. Παραμένει παρούσα. Παραμονεύει άλλωστε, πιο επικίνδυνη, στις εκλογές της Γαλλίας. «Θέλω να καταστρέψω την ΕΕ» έχει δηλώσει ήδη από το 2014 η Λεπέν.

Σε αυτό το περιβάλλον της μεγάλης αβεβαιότητας η Ελλάδα έχει ανάγκη την κοινοτική αλληλεγγύη περισσότερο από ποτέ. Το χειρότερο σενάριο για την πατρίδα μας θα ήταν μια κατακερματισμένη Ευρώπη των λαϊκισμών και των εθνικισμών. Εχουμε κάθε λόγο λοιπόν να κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για να ηττηθούν. Τόσο εντός όσο και εκτός Ελλάδας.

«Αγαπάω πολύ την πατρίδα μου για να είμαι εθνικιστής» έλεγε ο Αλμπέρ Καμί. Η Ευρώπη θα απαλλαγεί οριστικά από τον κίνδυνο του εθνικισμού και του λαϊκισμού όταν ανταποκριθεί αποτελεσματικά στις ανάγκες και στις προσδοκίες των ευρωπαϊκών λαών. Οταν ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη και την καρδιά τους. Αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση στην οποία καλείται να απαντήσει η Ευρώπη την φετινή επέτειο των 60 χρόνων από τις ιδρυτικές της Συνθήκες της Ρώμης. Το εγχείρημα δεν θα είναι εύκολο. Η φετινή είναι η πιο δύσκολη επέτειος για την Ευρώπη. Και όμως, εμείς που πιστεύουμε σε αυτήν, που πιστεύουμε στην αναγκαιότητά της, είμαστε εδώ για να τη γιορτάσουμε. Ζήτω η Ευρώπη λοιπόν.

Ο Γιώργος Κουμουτσάκος είναι τομεάρχης Εξωτερικών της Νέας Δημοκρατίας και βουλευτής της Β’ Αθηνών