Σ ένα μονίμως ρευστό τοπίο, είναι κάτι σαν πολιτική σταθερά. Ή, μάλλον, είναι η μοναδική πολιτική σταθερά. Ο Κώστας Καραμανλής δεν μιλά ποτέ, αφήνοντας άλλους να μιλάνε εξ ονόματός του –πότε ως χαλασμένα ηχεία της ξεχασμένης φωνής του και άλλοτε ως γνήσιοι εκφραστές του καραμανλισμού.

Είναι κι αυτή μια μέθοδος επιβίωσης. Ο πρώην πρωθυπουργός συντηρεί το πολιτικό του κεφάλαιο διά της σιωπής. Η σιωπή αυτή είναι ένα είδος φορμόλης που συντηρεί κι έναν οπαδικό μύθο: στα μάτια τους, ο Καραμανλής δεν είναι μόνο μια πολιτική θεότητα που πατάει πλέον πάνω από το χώμα, αλλά και η χρυσή εφεδρεία που σε μια μείζονα κρίση μπορεί να ενώσει το δημοκρατικό τόξο. Ωραία, αλλά ποιοι είναι οι οπαδοί του; Εδώ η θεότητα έχει χάσει την μπάλα. Οι καραμανλικοί δεν είναι ακριβώς ευσεβείς πιστοί, αλλά ένα ετερόκλητο πλήθος από επίδοξους κληρονόμους του «-ισμού», κατά φαντασίαν αυλικούς της θεότητας, αυθαίρετους ερμηνευτές της σιωπής της και –αλίμονο –τον Πάνο Καμμένο.

Ο Καμμένος ανέδειξε άθελά του και το πρόβλημα της σιωπής: όταν αποφασίσεις να μιλήσεις, ακούγεσαι σαν χρονοκαθυστερημένος. Ο επικεφαλής της λάιτ Ακροδεξιάς κάνει εδώ και καιρό πολιτική σπέκουλα με το θείο όνομα. Η αποκήρυξη ήρθε από τον Κώστα Αχιλλέα Καραμανλή και ευλογήθηκε στη συνάντηση του πρώην πρωθυπουργού με την Ντόρα Μπακογιάννη –χρειάστηκε το δικό της ηχείο για να ακουστεί η φράση «ο ξάδελφος τα είπε καλά». Αλλά γιατί τόσο αργά; Να το άλλο πρόβλημα της σιωπής: Να πάρει κάποια στιγμή ο σιωπηλός Καραμανλής ντουντούκα για να μιλήσει. Και να ακουστεί σαν ανέλπιδο αποκύημα της φαντασίας ακόμη των πιο πιστών οπαδών του.