Οσο παραμένουμε ως χώρα στα λιμνάζοντα ύδατα μεταρρυθμιστικής ατολμίας, οι δανειστές μας θα καταφεύγουν μονοσήμαντα και σταθερά στην απαίτηση επιβολής όλο και πιο σκληρών εισπρακτικών μέτρων, επικεντρωμένοι στην αύξηση φόρων και στη μείωση των δημόσιων δαπανών με την περικοπή μισθών και συντάξεων.

Ο ελληνικός λαός αμήχανος και αδύναμος βρίσκεται απέναντι στη διαρκή απειλή της συνεχούς υποβάθμισης του βιοτικού του επιπέδου με απομειούμενες τις ελπίδες του για αντιστροφή αυτής της κατηφορικής πορείας.

Δεδομένου μάλιστα ότι το σύνολο σχεδόν των πολιτικών κομμάτων του δημοκρατικού τόξου έχει επωμιστεί τα έξι τελευταία χρόνια ευθύνες κυβερνητικής διαχείρισης, όλο και πιο έντονα είναι τα φαινόμενα αμφισβήτησης του πραγματικού δύνασθαι των πολιτικών κομμάτων για την αποτελεσματική διαχείριση της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης.

Σε αυτό το καθεστώς μεταρρυθμιστικής απραξίας ο ελληνικός λαός όλο και περισσότερο αποπολιτικοποιεί τις αντιδράσεις του και τις επιλογές του.

Ευάλωτες και ευτυχώς, για την ώρα, ολιγάριθμες ομάδες πολιτών οδηγούνται σε τυφλές επιλογές που απειλούν με απαξίωση το δημοκρατικό πολιτικό μας σύστημα με φαινόμενα τύπου Σώρρα.

Τρανό παράδειγμα μεταρρυθμιστικής αδυναμίας αναμφίβολα αποτελεί η επιχειρηθείσα το 2016 μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.

Η κυβερνητική ατολμία να σταθεί αντιμέτωπη με τα πραγματικά προβλήματα ενός δημόσιου ασφαλιστικού συστήματος που δεν μπορεί να μετεξελιχθεί σε βιώσιμο ως αναδιανεμητικό, με ποσοστά ανεργίας 30% και μια σχέση εργαζομένων προς συνταξιούχο 1 προς 1, οδήγησε τη σημερινή κυβέρνηση στην επιλογή ενός αντιμεταρρυθμιστικού μορφώματος που οδηγεί στην αύξηση των εισφορών και της συμμετοχής του Δημοσίου στη συνταξιοδοτική δαπάνη και στην παραπέρα μείωση των συντάξεων.

Και φυσικά όλα αυτά συμβαίνουν ακριβώς επειδή ιδεολογικές και πολιτικές ατολμίες εμπόδισαν τη σημερινή κυβέρνηση να μεταρρυθμίσει πραγματικά το δημόσιο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης από ένα αδιέξοδο αναδιανεμητικό σε ένα βιώσιμο ανταποδοτικό με σαφώς καθορισμένο το όριο της χρηματοδότησής του από τα δημόσια Ταμεία και οριοθετημένους τους ανταποδοτικούς συντελεστές απόδοσης συντάξεων στη βάση των ατομικών ασφαλιστικών εισφορών.

Φυσικά, μια τέτοια μεταρρυθμιστική τομή απαιτούσε εθνική πολιτική συνεννόηση, αλλά και μια σοβαρή και υπεύθυνη προσπάθεια κοινωνικής συναίνεσης.

Αναμφίβολα, το εγχείρημα δεν θα ήταν εύκολο, δυστυχώς όμως απερρίφθη προτού αποτολμηθεί.

Χωρίς να αποποιούμαι τον ιδεολογικό μου πολιτικό χώρο που παραμένει πάντα ο δημοκρατικός σοσιαλισμός, αποτολμώ να προβλέψω ότι η λύση στο δημόσιο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης προϋποθέτει την αποδοχή των παρακάτω αρχών:

– Τον συγκεκριμένο καθορισμό ενίσχυσης της συνταξιοδοτικής δαπάνης που δεν θα υπερβαίνει το 10% του ΑΕΠ για την προσεχή 10ετία και το 5% του ΑΕΠ για τα επόμενα έτη.

– Τη μείωση των ασφαλιστικών συνταξιοδοτικών εισφορών σταδιακά κατά 30%, για τους ασφαλισμένους με λιγότερα από 10 έτη ασφάλισης.

– Την ανάπτυξη από τον ΟΑΕΔ προγραμμάτων ενίσχυσης της απασχόλησης, στις ιδιωτικές και μόνο επιχειρήσεις, με επιπρόσθετη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών για μία διετία σε ποσοστό 10%.

– Τη δημιουργία ειδικού σώματος ελεγκτών στον ΕΦΚΑ για την πάταξη της εισφοροδιαφυγής, αντίστοιχου του γερμανικού ασφαλιστικού φορέα.

– Τη δημιουργία φορολογικών και άλλων κινήτρων για τη δυναμική ανάπτυξη των επαγγελματικών ταμείων.

– Την αποδοχή του ρόλου της ιδιωτικής ασφάλισης ως επιλεκτικού ασφαλιστικού βραχίονα.

– Τη δημιουργία σοβαρών εθνικών δομών αναλογιστικής εποπτείας όλων των ασφαλιστικών ταμείων και ειδικών φορέων επαγγελματικής αξιοποίησης της κινητής και ακίνητης περιουσίας τους.

– Τον ριζικό εκσυγχρονισμό των διοικητικών δομών των φορέων κοινωνικής ασφάλισης με την ενίσχυση του αυτοδιοίκητου και την ουσιαστική ανάθεση ευθυνών διοίκησης στους εθνικούς εργοδοτικούς και συνδικαλιστικούς φορείς.

Η ατολμία φέρνει μειώσεις. Οσο παραμένουμε άτολμοι στον σχεδιασμό μιας σοβαρής μεταρρυθμιστικής αλλαγής για το δημόσιο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης στη βάση των προαναφερόμενων αρχών, που καθίστανται επιβεβλημένες στις υπάρχουσες συνθήκες ύφεσης αλλά και στις αλλαγές του μοντέλου παραγωγής και οικονομίας, η αποδιάρθρωση του υφιστάμενου συστήματος θα συντελείται νομοτελειακά μέσω των συνεχών μειώσεων όλων των κύριων και επικουρικών συντάξεων.

Η απαξίωση του εννοιολογικού περιεχομένου του πολιτικού όρου μεταρρύθμιση συντελείται όταν ταυτίζουμε απολύτως τη μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης με αυξήσεις εισφορών και μειώσεις συντάξεων ή τη μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος μόνο με αυξήσεις φόρων.

Οι επιλογές αυτές επί το ορθότερο θα έπρεπε να ταυτίζονται με τον πολιτικό όρο αντιμεταρρύθμιση.

Ο Ροβέρτος Σπυρόπουλος είναι πρώην διοικητής του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ