Eίναι αλήθεια ότι το Μαξίμου δεν έτρεφε ιδιαίτερα μεγάλες προσδοκίες από το προχθεσινό Eurogroup. Στον πρωινό καφέ που έγινε το πρωί της Πέμπτης στο πρωθυπουργικό γραφείο εκτιμήθηκε με βάση την ανταπόκριση που είχε στείλει ο Ευκλείδης Τσακαλώτος από τις Βρυξέλλες ότι οι εταίροι θα διαπιστώσουν τη θετική πορεία της οικονομίας και συγχρόνως θα συνεχίσουν να ασκούν πιέσεις προς την ελληνική πλευρά για να κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση.

Ομως μια δεύτερη αλήθεια είναι ότι το Μαξίμου δεν περίμενε πως οι ευρωπαίοι εταίροι με εξαίρεση τη γαλλική πλευρά θα έδειχναν σε τόσο μεγάλο βαθμό ανοχή στο ΔΝΤ και στην αξίωσή του για τη λήψη άμεσα προληπτικών μέτρων για την περίοδο μετά τη λήξη του προγράμματος. Κάτι που επί της ουσίας δημιουργεί συνθήκες ταύτισης των αιτημάτων ευρωπαϊκών θεσμών και Ταμείου ως προς την παρότρυνση νομοθέτησης, εκ των προτέρων, μέτρων που συνδέονται –με βάση τα όσα είπε προφορικώς ο Ντεϊσελμπλούμ –με το αφορολόγητο και περικοπές στις συντάξεις.

Απομένει να διαπιστωθεί τις επόμενες εβδομάδες εάν η περίφημη «συνολική συμφωνία» που επιζητεί η ελληνική πλευρά (common ground) μπορεί να γίνει πραγματικότητα ή εάν η δεύτερη αξιολόγηση θα παραμείνει μια εκκρεμότητα.

Στη δεύτερη περίπτωση ο Αλέξης Τσίπρας έχει δύο επιλογές: είτε να ψηφίσει τώρα μέτρα είτε να επιλέξει τον δρόμο των εκλογών. Η συζήτηση δεν έχει φθάσει επισήμως μέχρι εκεί, όμως κυβερνητικοί παράγοντες δεν κρύβουν ότι πολλές φορές τα αδιέξοδα επιλύονται μόνο με κάλπες.

Η ανεπίσημη σύμπλευσηπου οδηγεί στα άκρα

Λίγες ώρες μετά το Eurogroup, η κυβέρνηση αρνείται πως οι δανειστές στο σύνολό τους απαιτούν από την κυβέρνηση την ψήφιση μέτρων εδώ και τώρα και επικαλούνται τα όσα δεν είπαν επί του θέματος εντός της μάλλον ψυχρής αίθουσας του Eurogroup οι επικεφαλής των ευρωπαϊκών θεσμών.
Αυτή όμως η ανεπίσημη σύμπλευση ενοχλεί το Μαξίμου και ασφαλώς τον ίδιο τον Πρωθυπουργό που διαπιστώνει ότι για μία ακόμη φορά οι δανειστές είναι αποφασισμένοι να εξαντλήσουν τις αντοχές της ελληνικής κυβέρνησης. Η μία ερμηνεία είναι ότι οι θεσμοί μάς τεστάρουν και επιχειρούν να διαπιστώσουν ποια είναι τα όρια της ελληνικής πλευράς στη διαπραγμάτευση, προσβλέποντας στις μεγαλύτερες δυνατές υποχωρήσεις. Η δεύτερη ερμηνεία είναι ότι η Ευρώπη είναι τόσο προσκολλημένη στον ρόλο του ΔΝΤ –οι εκπρόσωποι των θεσμών περίπου ύμνησαν την τεχνογνωσία που παρέχει το Ταμείο στο ελληνικό πρόγραμμα και εμφάνισαν τη συμμετοχή του ως καταλυτικό παράγοντα -, που κάνει μέχρι την τελευταία στιγμή όλα τα χατίρια στους εκπροσώπους του για να παραμείνει στο πρόγραμμα. Ως εκ τούτου, η κυβέρνηση αναμένει πια με αυξημένο ενδιαφέρον τη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΔΝΤ στις 6 Φεβρουαρίου για να κατανοήσει ποιες είναι οι πραγματικές διαθέσεις του. Με βάση πάντως την έκθεση του ΔΝΤ για τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους, η πρώτη εκτίμηση κυβερνητικών στελεχών είναι ότι ενδεχομένως το Ταμείο να ετοιμάζεται για την έξοδό του από την Ευρώπη. Κι αυτό διότι η διαπίστωσή του πως το χρέος είναι «εξαιρετικά μη βιώσιμο» σημαίνει ότι όσα μέτρα κι αν ληφθούν, ακόμη και τα προληπτικά που ζητεί μετ’ επιτάσεως τους τελευταίους μήνες, η κατάσταση ως προς το σκέλος της βιωσιμότητας δεν πρόκειται να βελτιωθεί.
«Μας ζητούν μέτρα. Για ποιον λόγο να νομοθετήσουμε; Ποιο το όφελός μας;» διερωτάται κορυφαίο κυβερνητικό στέλεχος, εξηγώντας πως στην περίπτωση που το Μαξίμου αποφάσιζε τη νομοθέτηση μέτρων για την περίοδο μετά το 2018 δεν θα επέλυε κανένα πρόβλημα. Στην κυβέρνηση αποδίδουν τη στάση των ευρωπαϊκών θεσμών, όπως αποτυπώθηκε στο Eurogroup, στην προσπάθειά τους να εντοπίσουν μια φόρμουλα ικανή να κρατήσει το ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα.
Ως προς το πώς θα αντιμετωπίσει ο Αλέξης Τσίπρας τα δεδομένα που έχουν διαμορφωθεί, δεν καταγράφεται κάποια απόκλιση στις αντιδράσεις του Μαξίμου σε σχέση με την προ Eurogroup στάση.
«Αυτή η κυβέρνηση σε παραλογισμούς δεν πρόκειται να υποκύψει» αναφέρουν κυβερνητικά στελέχη που συνομιλούν συχνά με τον Πρωθυπουργό. Ως εκ τούτου, η δήλωση Τσίπρα πως «δεν πρόκειται να νομοθετηθεί ούτε ένα ευρώ επιπλέον μέτρα» αποτελεί τη σημαία της κυβέρνησης στην εξέλιξη της διαπραγμάτευσης με τους δανειστές. Μάλιστα, η κυβερνητική γραμμή που χρησιμοποιείται για να αντικρούσει τις αξιώσεις για λήψη μέτρων τώρα είναι πως κάτι τέτοιο αντιβαίνει στο Σύνταγμα και ασφαλώς και στην ευρωπαϊκή κουλτούρα περί δημοκρατίας. Κάτι που σχολίασε άλλωστε και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος φεύγοντας το βράδυ της Πέμπτης από το Eurogroup.
Κυβερνητικά στελέχη αναγνωρίζουν ωστόσο πως θα πρέπει να γίνουν και άλλοι συμβιβασμοί. Και δεν κρύβουν πως οι υποχωρήσεις δεν θα συναντηθούν κάπου στη μέση, αλλά προφανώς θα γέρνουν προς την ελληνική πλευρά. Αρκεί να έχουν τέτοιο περιτύλιγμα που να μπορούν να περάσουν από την ελληνική Βουλή, χωρίς να έχουν αφαιρέσει από το Μαξίμου το επιχείρημα πως η κυβέρνηση δεν έφερε προς ψήφιση νέα μέτρα.

Ο βαθμός των υποχωρήσεων είναι γεγονός ότι δεν έχει ακόμη καθοριστεί. Ο υπουργός Οικονομικών συμμετείχε χθες στις Βρυξέλλες στη συνεδρίαση του Ecofin και επέστρεψε στην Αθήνα το βράδυ. Είναι θέμα χρόνου να πραγματοποιηθεί σύσκεψη στο Μέγαρο Μαξίμου για να καθοριστούν τα επόμενα βήματα της ελληνικής πλευράς. Στη δήλωσή του ο Ευκλείδης Τσακαλώτος μίλησε για πρωτοβουλίες που θα πρέπει να αναληφθούν ώστε το επόμενο διάστημα να καλυφθεί το κενό. Αυτό προϋποθέτει ότι σε έναν εύλογο χρόνο θα επανακάμψουν οι εκπρόσωποι των θεσμών στο Χίλτον για να κλείσουν έστω και οι εκκρεμότητες που αφορούν το τρέχον πρόγραμμα και σχετίζονται με τα δημοσιονομικά του 2018, ενεργειακά ζητήματα και τα εργασιακά. Γιατί για το πακέτο που συνδέεται με την περίοδο μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος, σύμφωνα με το Μέγαρο Μαξίμου, απαιτείται πολιτική συμφωνία.

Με κλειστά χαρτιά

Στην περίπτωση που η δεύτερη αξιολόγηση και η συμφωνία-πακέτο επιτευχθεί στο Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου, η κυβέρνηση καλείται να προετοιμάσει τους βουλευτές της για όσα θα πρέπει να ψηφίσουν. Με τα μέχρι στιγμής δεδομένα, η κυβέρνηση δέχεται την επέκταση του κόφτη για έναν χρόνο με απλή περιγραφή μέτρων που δεν θα ψηφιστούν. Πιστεύει όμως ότι η παράταση του μηχανισμού αυτόματης δημοσιονομικής διόρθωσης θα γίνει δεκτή από τους δανειστές μόνο εάν ισχύσει για τουλάχιστον μία διετία. Στο τραπέζι της συζήτησης στο προχθεσινό Eurogroup δεν μπήκε το ζήτημα της μείωσης του αφορολογήτου. Η τακτική της κυβέρνησης ήταν να εισέλθει με τη μίνιμουμ (σε συμβιβασμούς) πρόταση, ούτως ώστε σταδιακά να αρχίσει να ανοίγει τα χαρτιά της ικανοποιώντας μερικώς τις απαιτήσεις των δανειστών. Οταν λοιπόν η διαπραγμάτευση φθάσει σε ένα ικανοποιητικό επίπεδο προσέγγισης, μόνο τότε το οικονομικό επιτελείο θα παρουσιάσει όλες τις προτάσεις του προς τους θεσμούς.

Η κυβέρνηση μπορεί να μην έχει τη δαμόκλειο σπάθη της οικονομικής ασφυξίας να επικρέμαται πάνω από το Μαξίμου, όμως γνωρίζει ότι κάθε μέρα, με την αξιολόγηση ανοιχτή, λειτουργεί εις βάρος της. «Το γεγονός ότι δεν υπάρχει η πίεση του χρόνου είναι και καλό και κακό» επισημαίνει κυβερνητικό στέλεχος, τονίζοντας ότι στόχος για τη συμφωνία παραμένει ο Φεβρουάριος, εκτός εάν οι θεσμοί αποφασίσουν να τραβήξουν σε μάκρος τις διαπραγματεύσεις. Σ’ αυτήν την περίπτωση κι εφόσον η διαπραγμάτευση συρθεί ώς την άνοιξη, το Μαξίμου φοβάται πως θα καταλήξει σε συμβιβασμούς, ενδεχομένως μη ανεκτούς και από την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ.

Ακραία λύση

Οι εκλογές θα ήταν η ακραία λύση για τον Αλέξη Τσίπρα, επισημαίνουν συνομιλητές του, ωστόσο κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει μια τέτοια πιθανότητα. Εάν επιλεγεί πάλι ο δρόμος του επώδυνου συμβιβασμού, τότε η κυβέρνηση θα πρέπει να πείσει τους βουλευτές της πλειοψηφίας να τον υποστηρίξουν με την ψήφο τους. Πρακτικά, λένε στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, όποιος έχει πρόβλημα να ψηφίσει θα πρέπει να παραιτηθεί και να παραδώσει την έδρα του. «Ολοι γνωρίζαμε τι έρχεται όταν μπήκαμε στα ψηφοδέλτια και κανείς δεν νομιμοποιείται να μην ψηφίσει» αναφέρουν προβεβλημένα στελέχη που παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις. Στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ αυτές τις ημέρες καταγράφεται περισσότερο μια διάθεση αφωνίας που σχετίζεται με την απόφαση των βουλευτών να περιμένουν τις εξελίξεις και τα τελικά αποτελέσματα προτού μιλήσουν. Η σύγκληση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, ακόμη και της Κεντρικής Επιτροπής, του ΣΥΡΙΖΑ θεωρείται άλλωστε θέμα ημερών.