Σε μια εποχή που η αποδόμηση –ή η άγνοια –των μύθων λειτουργεί σαν εκτονωτικός αυτοματισμός, το έργο του Ζίγκμουντ Μπάουμαν, που πέθανε χθες σε ηλικία 91 ετών στο Λιντς της Αγγλίας, δείχνει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Μαζί με τον Ρενέ Ζιράρ, ο οποίος έφυγε πέρυσι από τη ζωή, τον Τσβετάν Τοντόροφ και τον Τζορτζ Στάινερ –ο κατάλογος είναι ανοιχτός για τους αναγνώστες –ανήκε σε μια πνευματική ελίτ που κουβαλάει εκούσα άκουσα τη «μνήμη του 20ού αιώνα».

Ο Μπάουμαν ήταν ο κοινωνιολόγος με τις πολλές επιρροές: από τον Καρλ Μαρξ και τον Μαξ Βέμπερ ώς τον Τεοντόρ Αντόρνο, τον Κορνήλιο Καστοριάδη και τον Εμανουέλ Λεβινάς. Δεν είναι τυχαίο ότι η προσέγγισή του απέναντι στην κοινωνιολογία έχει εκκίνηση από τον Σπινόζα –είναι, δηλαδή, μια υπόθεση ηθική: «Το να σκεφτόμαστε κοινωνιολογικά σημαίνει ότι καταλαβαίνουμε περισσότερο τους ανθρώπους γύρω μας, κατανοούμε τις ελπίδες τους και τις επιθυμίες τους, τις ανησυχίες και τα προβλήματά τους». Αυτούς τους ανθρώπους τοποθέτησε στο επίκεντρο των βιβλίων του, όπως η τριλογία της «ρευστής νεωτερικότητας»: η «Ρευστή αγάπη» (Εστία, 2006), ο «Ρευστός φόβος» (Πολύτροπον, 2007) και οι «Ρευστοί καιροί» (Μεταίχμιο, 2009). Ανθρώπους που αναζητούν απεγνωσμένα μια ταυτότητα μέσα στην παγκοσμιοποιημένη κοινωνία, ζουν με ανασφάλεια και χωρίς ανθεκτικούς δεσμούς, που ξυπνούν και κοιμούνται υπό τον φόβο τυφλών τρομοκρατικών χτυπημάτων. Ανθρώπους που μένουν κάποτε μετέωροι μέσα σε μια βάρκα, χωρίς άλλες ιδιότητες, περιμένοντας ένα νεύμα από την καλοσύνη των ξένων. Τα κεφάλαια του Μπάουμαν που αφορούν τους μετανάστες κερδίζουν δυστυχώς τον τίτλο των «προφητικών» που ο ίδιος θα απευχόταν: «Οι παραμεθόριοι ήταν γνωστές ανά τους αιώνες ως εργοστάσια εκτοπισμού και ταυτόχρονα σταθμοί ανακύκλωσης των εκτοπισμένων. Τίποτε διαφορετικό δεν πρέπει να αναμένεται από τη νέα, παγκόσμια εκδοχή τους –πλην, ασφαλώς, της νέας, πλανητικής κλίμακας των προβλημάτων παραγωγής και ανακύκλωσης. Ας επαναλάβω: δεν υπάρχουν τοπικές λύσεις σε παγκόσμια προβλήματα» («Ρευστή αγάπη»).

ΠΩΣ ΕΓΙΝΕ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΗΣ. Γεννήθηκε στις 19 Νοεμβρίου του 1925 στο Πόζναν της Πολωνίας από γονείς που είχαν βιώσει τον αντισημιτισμό. Μιλώντας ύστερα από δεκαετίες για την ιδεολογική επιλογή του κομμουνισμού, ο στοχαστής υπέδειξε την «ανέχεια» της οικογένειάς του, τα «χτυπήματα και τις λοιδορίες» των συνομήλικων γειτόνων του και τους εξευτελισμούς που υπέστη ο πατέρας του «από τα αφεντικά στη δουλειά». Δεν ήταν καν 14 ετών όταν η Γερμανία εισέβαλε στη γενέτειρά του, ενώ η οικογένειά του επιβίωσε από το Ολοκαύτωμα δραπετεύοντας στη Σοβιετική Ενωση. Εκεί ο ίδιος πολέμησε ενάντια στους Ναζί μέσα από μια πολωνική μονάδα –υπό την εποπτεία του Κόκκινου Στρατού -, από την οποία αποστρατεύτηκε εξαιτίας της αντισημιτικής εκκαθάρισης. Το Ολοκαύτωμα θα γίνει κεντρικό ζήτημα στην αναλυτική σκέψη του και η παγκόσμια αναγνώριση θα έρθει το 1989 με το «Νεωτερικότητα και Ολοκαύτωμα», όπου προσεγγίζει τη βαρβαρότητα της γενοκτονίας ως το αποτέλεσμα της βιομηχανοποίησης και της εξορθολογισμένης γραφειοκρατίας –σκέψη που θα επηρεάσει όσους ερμηνεύσουν πλέον τους θαλάμους αερίων ως «βιομηχανική παραγωγή θανάτου».

Μέχρι το τέλος της ζωής του παρέμεινε προσωπικότητα αμφιλεγόμενη για ορισμένους κύκλους μέσα στην Πολωνία. Είχε προηγηθεί το 2006 η αποκάλυψη εγγράφων σύμφωνα με τα οποία είχε υπηρετήσει ως αξιωματικός σε στρατιωτική ομάδα της σταλινικής περιόδου (Σώμα Εσωτερικής Ασφάλειας) που εκτελούσε αντιφρονούντες του καθεστώτος. Ο ίδιος ο Μπάουμαν, γράφουν στη νεκρολογία τους οι «Νιου Γιορκ Τάιμς», παραδέχθηκε ότι ανήκε σ’ αυτή την ομάδα, αλλά επέμεινε ότι διατηρούσε «πόστο γραφείου». Καμία ένδειξη δεν παρουσιάστηκε, άλλωστε, για συμμετοχή του σε επιχειρήσεις εκκαθάρισης. Εκτός Πολωνίας, από την άλλη, οι ιδέες και τα βιβλία του –περίπου 50 –είχαν μεγάλη απήχηση στο κίνημα της αντιπαγκοσμιοποίησης, εκπρόσωποι του οποίου πάντως προχώρησαν και σε επιλεκτική ή δυσανάλογα φορτισμένη ανάγνωση του έργου του.

Μετά τη διαμονή του στο Ισραήλ –ως διδάσκων στα Πανεπιστήμια του Τελ Αβίβ και της Χάιφας από το 1969 ώς το 1971 –ο Μπάουμαν εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο Λιντς, στο Πανεπιστήμιο του οποίου διηύθυνε το Τμήμα Κοινωνιολογίας ώς τη συνταξιοδότησή του το 1990. Ανάμεσα στις διακρίσεις του συγκαταλέγονται το Βραβείο Amalfi (1992), το Βραβείο Αντόρνο (1998) και το Βραβείο του Πρίγκιπα των Αστούριας (2010). Η πρώτη σύζυγός του, Γιανίνα, είχε πεθάνει το 2009. Με τη δεύτερη, Αλεκσάντρα Γιαζίνσκα – Κανία, είχαν αποκτήσει τρεις κόρες και εγγόνια. Ηταν η Αλεκσάντρα που δήλωνε χθες σε φίλους τού στοχαστή ότι ο «Ζίγκμουντ πέρασε στη ρευστήαιωνιότητα».

Βιβλία στα ελληνικά

«Ο πολιτισμός ως πράξη» (Πατάκη, 1994)

«Και πάλι μόνοι» (Ερασμος, 1998)

«Η μετανεωτερικότητα

και τα δεινά της» (Ψυχογιός, 2002)

«Παγκοσμιοποίηση» (Πολύτροπον, 2004)

«Η εργασία,

ο καταναλωτισμός

και οι νεόπτωχοι» (Μεταίχμιο, 2004)

«Σπαταλημένες ζωές» (Κατάρτι, 2005)

«Ζωή για κατανάλωση» (Πολύτροπον, 2008)

«Παράπλευρες απώλειες» (Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2012)

«Πλούτος και ανισότητα» (Οκτώ, 2013)

Το συλλογικό

«Η νεωτερικότητα σε κρίση» (Υψιλον, 2017).