Τα πρώτα χρόνια της μνημονιακής περιπέτειας οι πολίτες καλούνταν συχνά να απαντήσουν στο ερώτημα αν η χώρα θα πρέπει να παραμείνει «πάση θυσία στο ευρώ». Την περίοδο 2012-2014 η απάντηση του Ναι συσπείρωνε ένα ποσοστό της τάξης του 80%. Ηταν η εποχή που μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας, ίσως το πιο φοβισμένο της μεσαίας τάξης, πίστευε ότι τα επόμενα χρόνια μπορεί μεν να υπάρξει μια προς τα κάτω διόρθωση των αξιών και των εισοδημάτων αλλά κάποια στιγμή τα πράγματα θα ισορροπήσουν, η κανονικότητα θα επιστρέψει και το ελατήριο της οικονομικής ανάπτυξης θα εκτιναχθεί, έστω κι από χαμηλότερη βάση. Μια τέτοια αισιοδοξία, δικαιολογημένη ή όχι, αποτυπώνονταν στις μετρήσεις της κοινής γνώμης το διάστημα του φθινοπώρου του 2014 πριν η κυβέρνηση Σαμαρά αποφασίσει να αφήσει ανοιχτή την αξιολόγηση και πριν ο Αλέξης Τσίπρας αποφασίσει να διαλύσει τη Βουλή. Τους πρώτες μήνες του 2015, στην περίοδο της περήφανης διαπραγμάτευσης, το ποσοστό αυτών που ζητούσαν έξοδο από το ευρώ αυξήθηκε. Η χώρα φλέρταρε επικίνδυνα με τη ρήξη, με αποκορύφωμα την ψήφο στο δημοψήφισμα.

Επτά χρόνια μετά την έναρξη της κρίσης το ευρώ δεν συσπειρώνει πια ευρύτατες πλειοψηφίες. Αυτό αποτυπώνεται σε όλες σχεδόν τις μετρήσεις. Στη σχετική έρευνα της Κάπα Research για το «Βήμα της Κυριακής», σχεδόν οι μισοί (42,5%) απάντησαν ότι τα πράγματα θα ήταν καλύτερα με τη δραχμή, ενώ το 45,5% θεωρεί ότι τα πράγματα είναι καλύτερα με το ευρώ. Αποκαλυπτική και η έρευνα της ALCO: τo 53% των ερωτηθέντων απάντησε ότι η ένταξη της Ελλάδας –προ 15ετίας –στην ευρωζώνη ήταν μια λανθασμένη απόφαση, ενώ οι μισοί πιστεύουν ότι η ευρωζώνη δεν θα συνεχίσει και θα πάψει να υφίσταται.

Είναι φανερό ότι η κλεψύδρα γέρνει προς την αντίθετη πλευρά. Η στασιμότητα στην οικονομική ζωή, οι συνεχείς φόροι, η αναιμική ανάπτυξη έχουν οδηγήσει την κοινωνία σε μια διάθεση χαμηλών προσδοκιών. Η χώρα βρίσκεται σε κατάσταση δραματικής αποεπένδυσης, η κυβέρνηση αδυνατεί να δημιουργήσει το κατάλληλο περιβάλλον για νέες επιχειρηματικές δραστηριότητες και, βέβαια, εφαρμόζει ένα πρόγραμμα ψυχαναγκαστικά αφού τα στελέχη της δηλώνουν με κάθε τρόπο ότι δεν πιστεύουν αυτά που καλούνται να εφαρμόσουν. Το κόμμα της δραχμής μπορεί να μην υπερψηφίστηκε στις εκλογές του Σεπτεμβρίου, είναι όμως σχεδόν βέβαιο ότι θα ενισχυθεί –όποια κομματική έκφραση κι αν λάβει –από πολλούς απογοητευμένους ψηφοφόρους που θα επιμείνουν στην αντισυστημική ψήφο. Και όλα αυτά, ύστερα από 7 χρόνια με τρία εξαντλητικά προγράμματα προσαρμογής, αυστηρής λιτότητας και μεγάλων θυσιών. Με το πιο δυναμικό κομμάτι της κοινωνίας να φεύγει καθημερινά από τη χώρα για το εξωτερικό, μεγαλώνει μοιραία το ποσοστό των ανθρώπων που εξακολουθεί να ελπίζει σε θαύματα, που παρασύρεται από τους λαϊκιστές κάθε είδους, που πιστεύει ότι σε μια χώρα με δυσλειτουργικούς θεσμούς τα πράγματα με τη δραχμή θα είναι καλύτερα.