Για την ιδεολογική ταυτότητα του Βασίλη Κικίλια δεν μπορεί κανείς να πει πολλά. Μπήκε στην πολιτική στη μεταϊδεολογική της φάση, προερχόμενος μάλιστα από τον απολιτικό χώρο της αθλητικής σόου μπιζ. Αν στην πορεία κάτι βοήθησε την ταξινόμησή του ήταν η εκτόξευσή του από τα βάθη της επετηρίδας στο Δημόσιας Τάξης. Εκεί εργάστηκε, λένε, για την επούλωση της σχέσης του κόμματός του με τους ενστόλους. Εργάστηκε όχι ως εκπρόσωπος του καραβανάδικου συντηρητισμού, αλλά μάλλον ως μειλίχια ενσάρκωση ενός ελαφροδεξιού καθωσπρεπισμού.

Με το προφίλ αυτό –αφράτο και στρογγυλό –ανέβηκε στο βάθρο του εκπροσώπου. Και κόντρα σε αυτό το προφίλ προκάλεσε τις πρώτες αναταράξεις ως εκπρόσωπος με την απάντηση που έδωσε στον Παρασκευόπουλο. Ο Κικίλιας υπερασπίστηκε «το ιερό και το όσιο» της σημαίας, αλλά δεν βρήκε λέξη να πει για τις δηλώσεις του πρώην υπουργού σχετικά με τη Χρυσή Αυγή –τις οποίες σχολίασε σε δεύτερο χρόνο. Αφού δηλαδή είχε προηγηθεί η εναντίον του κριτική για σημαιολατρική γλώσσα εθνικιστικών αποχρώσεων.

Ο καβγάς δεν θα είχε ενδιαφέρον αν αφορούσε μόνο ένα δελτίο Τύπου. Εντάσσεται όμως σε ένα ρεύμα κριτικής προς τη Νέα Δημοκρατία, όχι μόνο από τους αντιπάλους της αλλά και από όσους –χαλαρά οριζόμενους ως ευρωπαϊκό Κέντρο –σκέφτονται να την ψηφίσουν. Η κριτική αυτή καταγγέλλει κάθε νεοδημοκρατική επιστροφή στην παραδοσιακή συντηρητική ατζέντα. Ο «κικιλικός» υπέρ της σημαίας, η μητσοτακική εξαγγελία ότι θα «καθαρίσουν» τα Εξάρχεια, οι αδωνικοί λήροι κατά του κομμουνιστικού παρελθόντος: όλα αυτά αναλύονται όχι μόνο ως δεξιές υποτροπές, ανεπίτρεπτες για την ηγέτιδα δύναμη του ευρωπαϊκού μετώπου, αλλά και ως συνθηκολογήσεις με το τέρας του λαϊκισμού.

Πρόκειται για έναν αυτοματισμό που παραβλέπει ότι παντού όπου ο αντισυστημικός, εθνικιστικός λαϊκισμός απείλησε το δυτικό υπόδειγμα, δεν είναι ούτε η Αριστερά ούτε η σοσιαλδημοκρατία που μπόρεσε να αμυνθεί. Είναι η mainstream Δεξιά. Πώς; Με το να μην εκχωρεί το μονοπώλιο της πατρίδας και της ασφάλειας στους λαϊκιστές.

Αν υπάρχει δύναμη που μπορεί να διασώσει το ιστορικό κεκτημένο της Ευρώπης, είναι η «δεξιά» Μέρκελ που ενέταξε στις προεκλογικές της εξαγγελίες την απαγόρευση της μπούρκας. Αν υπάρχει ελπίδα να ανακοπεί η άνοδος της Λεπέν, είναι ο καθολικός και κοινωνικά συντηρητικός Φιγιόν. Μέχρι και ο πράσινος Φαν ντερ Μπέλεν κέρδισε την αυστριακή προεδρία κόντρα στην Ακροδεξιά με το τηλεοπτικό μήνυμα: «Η Αυστρία είναι η πατρίδα μου. Η Αυστρία είναι στην καρδιά μου».

Τι πρέπει λοιπόν να κάνει η ΝΔ απέναντι στους αξιακά ανασφαλείς ψηφοφόρους; Ο ένας δρόμος είναι να τους θεωρήσει χαμένους, ανεπίδεκτους μεταστροφής. Και ο άλλος είναι να δοκιμάσει να εκφράσει τις φοβίες τους και τις αξίες τους, δίνοντάς τους περιεχόμενο συμβατό με την ευρωπαϊκή μοίρα της χώρας.

Υπάρχει και παράπλευρο όφελος: όταν η Δεξιά είναι Δεξιά, υπάρχει χώρος και για τα κόμματα του κοσμοπολίτικου Κέντρου.

Οταν η Δεξιά δεν είναι Δεξιά, το κενό που αφήνουν οι κικίλιες το καλύπτουν οι κασιδιάρηδες.