Hταν ένα «messaggio di speranza». Eνα μήνυμα ελπίδας. Eτσι είχε υποδεχθεί ο Ματέο Ρέντσι τον έλληνα ομόλογό του τον Φεβρουάριο του 2015. Ο Τσίπρας ήταν – δεν ήταν δέκα ημέρες Πρωθυπουργός. Διάλεξε το πρώτο του ταξίδι –μετά τη Λευκωσία –να είναι, βεβαίως, στη Ρώμη.

Η συνάντηση των δύο νεότερων πρωθυπουργών της ευρωζώνης –αμφότεροι έχουν γεννηθεί το 1974 –δεν παρήγαγε κανένα αξιομνημόνευτο πολιτικό αποτέλεσμα. Είχε όμως μεγάλη συμβολική υπεραξία. Οι φρέσκοι ηγέτες. Η δύναμη από τον Νότο. Η δύναμη που θα γκρέμιζε τη μερκελική λιτότητα. Και μια γραβάτα-ορόσημο που ο Τσίπρας έμελλε να φορέσει όταν θα ρυθμιζόταν το χρέος.

Μόλις είκοσι μήνες μετά όλα έχουν αλλάξει. Τα φρέσκα πρόσωπα του Νότου υπέστησαν ραγδαία πολιτική γήρανση. Ο Ρέντσι δεν μένει πια στο Palazzo Chigi. Και ο Τσίπρας δεν έχει πια κανένα έρεισμα στην Ευρώπη.

Η αισιοδοξία του ΣΥΡΙΖΑ ότι θα κατάφερνε να ανατρέψει ή έστω να χαλαρώσει το καθεστώς της μνημονιακής στενότητας, βασιζόταν σε δύο συμμαχικούς πόλους. Το σενάριο μιας εκλογικής νίκης των Ποδέμος στην Ισπανία, που σε συνδυασμό με τη φιλική κυβέρνηση της Ρώμης θα δημιουργούσε ένα περιφερειακό αντίβαρο στο Βερολίνο κάηκε πολύ νωρίς. Οι ελπίδες της Αθήνας είχαν επενδυθεί στον πρόεδρο Ολάντ, που είχε παίξει ενεργό ρόλο στην επιτυχή έκβαση της συνθηκολόγησης του Ιουλίου του 2015. Ο δεύτερος πόλος στήριξης ήταν ο Λευκός Οίκος που, σύμφωνα με τη συριζαϊκή οπτική, θα ασκούσε όλη του την επιρροή όχι μόνο στο ΔΝΤ, αλλά και στη Γερμανία υπέρ των ελληνικών θέσεων.

Χωρίς αερόσακο

Και τα δύο ερείσματα έχουν πια χαθεί. Ο Ολάντ, ιδίως μετά την απόφασή του να μη διεκδικήσει εκ νέου την προεδρία, είναι πλέον πολιτικά εξουδετερωμένος. Λέγεται ότι στον Τσίπρα έχει διαμηνυθεί ότι μέχρι την 7η Μαΐου –οπότε έχει προγραμματιστεί ο δεύτερος γύρος των γαλλικών προεδρικών εκλογών –η Αθήνα δεν μπορεί να βασιστεί στη Γαλλία. Αλλά ακόμη και μετά την 7η Μαΐου, αν τα πράγματα εξελιχθούν βάσει των προβλέψεων, ο προσανατολισμός μιας προεδρίας Φιγιόν θα είναι μάλλον μερκελικός, παρά στις προδιαγραφές του Τσίπρα.

Ακόμη πιο δυσοίωνα είναι τα νέα από την Ουάσιγκτον, που μπορεί να μην έχει αποφασιστικό λόγο, αλλά, κυρίως τα τελευταία δύο χρόνια, υπό την ηγεσία του Ομπάμα είχε λειτουργήσει σαν αερόσακος για την Ελλάδα. Οι προβλέψεις για το πώς πρόκειται να πολιτευτεί η κυβέρνηση Τραμπ δεν είναι εύκολες. Οι πρώτες του επιλογές πάντως διαψεύδουν τις εκτιμήσεις περί γρήγορης «προσγείωσής» του στην πεπατημένη. Με τα μέχρι στιγμής δεδομένα φαίνεται απίθανο ο Λευκός Οίκος του Τραμπ να δείξει το ίδιο ενδιαφέρον για την ελληνική περίπτωση.

Μόνος με τον Σόιμπλε

Το συμπέρασμα είναι ότι ο Τσίπρας έχει μείνει χωρίς συμμάχους στην Ευρώπη. Είναι πολύ αργά για να φτιάξει τις σχέσεις του με το Βερολίνο –και ιδίως με τον διακριτό πόλο ισχύος του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών. Είναι επίσης αργά για να εκμεταλλευτεί υπέρ του στη διαπραγμάτευση τις θέσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για τα χαμηλά πλεονάσματα και τη βιωσιμότητα του χρέους. Πιστεύοντας ότι τα συμμαχικά του αποθέματα στις ΗΠΑ και τον ευρωπαϊκό Νότο επαρκούσαν, η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ακολούθησε πολιτική μετωπικής αντιπαράθεσης κατά των Γερμανών και του Ταμείου –αντιπαράθεση από την οποία δεν εξαιρέθηκαν ακόμη και εντελώς ανορθόδοξες μέθοδοι, όπως η εκμετάλλευση των εμπιστευτικών συνομιλιών των στελεχών του ΔΝΤ τον περασμένο Μάιο.

Τώρα ο Τσίπρας έχει απομείνει μόνος με τους δαίμονές του προκειμένου να κλείσει την αξιολόγηση, από την οποία εξαρτάται η επιβίωση της κυβέρνησής του. Ακόμη και οι παράγοντες των ευρωπαϊκών θεσμών, όπως ο επίτροπος Μοσκοβισί, που ήταν πάντα φιλικοί προς την Αθήνα, δεν είναι σε θέση να κάνουν πολύ περισσότερα από το να ακούν με κατανόηση τις ελληνικές θέσεις.

Σκουριασμένο δισκοπότηρο

Κινδυνεύει ο Τσίπρας να πιεστεί από τους δανειστές μέχρι τελικής πτώσης; Το βέβαιο είναι ότι δεν θα τον διευκολύνουν, επιμένοντας στα μέτρα που συνεπάγονται οι στόχοι για υψηλά πλεονάσματα. Ούτε όμως διακρίνεται πρόθεση να τον στραγγαλίσουν.

Τι σημαίνουν όλα αυτά για τις προοπτικές της κυβέρνησης στο εσωτερικό; Οι τελευταίες πέντε ημέρες ήταν ενδεικτικές. Η εβδομάδα ξεκίνησε με την κυβέρνηση να πανηγυρίζει ως «εθνική επιτυχία» τις ρυθμίσεις για το χρέος. Και τελείωσε με τον Πρωθυπουργό να μοιράζει λεφτά. Ηταν μια έμμεση αναγνώριση ότι το «ιερό δισκοπότηρο» της διευθέτησης του χρέους δεν έχει άμεσα αποτελέσματα ούτε στην οικονομία, ούτε, βεβαίως, στην πολιτική ατμόσφαιρα. Το Μαξίμου υπερεπένδυσε σε μια επιχείρηση που είναι πολύ απόμακρη –ποιος νιώθει τι σημαίνει να ωριμάζει ομαλότερα το χρέος μέχρι το 2060; –για να μπορεί να κεφαλαιοποιηθεί πολιτικά. Η όψιμη συνειδητοποίηση αυτής της πραγματικότητας οδήγησε στην παραδοσιακή λύση των παροχών. «Λύση» που μπορεί τουλάχιστον να επουλώσει το ηθικό των βουλευτών της συμπολίτευσης, δίνοντάς τους έστω ένα φευγαλέο άλλοθι έναντι της εκλογικής τους βάσης.

Το καλό για την κυβέρνηση είναι, σύμφωνα με μία ερμηνεία, ότι θα ψηφίσει μέτρα που πιθανώς δεν θα κληθεί η ίδια να εφαρμόσει. Αν εξαιρέσει κανείς τα εργασιακά, το πακέτο που θα συμφωνηθεί τώρα, θα ενεργοποιηθεί μετά το 2018.

Δεν είναι όμως αυτό το μεγαλύτερο κόστος. Μακροπρόθεσμα η φθορά προκαλείται από την καθήλωση της κυβέρνησης στη μνημονιακή ρουτίνα. Δεν έχει μπροστά της κανένα πολιτικό ορόσημο. Ούτε άλλη ατζέντα, πέραν της εφαρμογής των δανειακών υποχρεώσεων. Ο μεγάλος στόχος ήταν το χρέος. Το χρέος έκλεισε, όπως έκλεισε. Και κανείς δεν είχε διάθεση να φορέσει γραβάτα.