Οσο πιο πολύ τραβάει μια συζήτηση στο Ιντερνετ τόσο πιο πιθανό είναι να εμφανιστεί κάποιος που θα αρχίσει τις συγκρίσεις με τους ναζί και τον Χίτλερ. Αυτός είναι ο νόμος του Γκόντγουιν, ο οποίος οφείλει το όνομά του στον αμερικανό συγγραφέα που προέβλεψε ποια γλώσσα έμελλε να μιλήσει η ψηφιακή δημοκρατία.

Στη συμβατική ελληνική δημοκρατία ισχύει, φαίνεται, ο νόμος των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Οσο περισσότερο κρατάει η συζήτηση για τη Γερμανία τόσο πιο σίγουρο είναι ότι ο εκάστοτε εκπρόσωπος του κυβερνητικού συνασπισμού θα υποτροπιάσει στον αντιγερμανισμό της αντιμνημονιακής «αθωότητας». Παράδειγμα ο Νίκος Κοτζιάς που χθες, συζητώντας με τον γερμανό ομόλογό του, δεν κρατήθηκε. Οχι μόνο του θύμισε τη σύνοδο του 1953 που ρύθμισε το γερμανικό χρέος. Του επισήμανε κιόλας, ενώπιον των μαθητών της Γερμανικής Σχολής, τις αναλογίες: «Λένε ότι η Ελλάδα αμάρτησε. Αλλά δεν αμάρτησε περισσότερο απ’ ό,τι είχε αμαρτήσει η Γερμανία στον Πόλεμο».

Εντάξει, ένας πολιτικός σαν τον Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγερ, που έχει περάσει αθροιστικά επτά χρόνια εκπροσωπώντας τη Γερμανία στον κόσμο, έχει μάθει να θεωρεί τέτοιες αναφορές μέρος της δουλειάς. Η συγκυρία πάντως δεν είναι «business as usual». Πιθανότατα στην τελευταία του επίσκεψη εδώ –καθώς την άνοιξη αναλαμβάνει την προεδρία της Γερμανίας –ο Σταϊνμάγερ έφτασε σε μια στιγμή που η Αθήνα έχει ανάγκη το Βερολίνο και το Βερολίνο την Αθήνα, περισσότερο από ποτέ. Είναι πιασμένοι στο πλέγμα των κινδύνων που προκαλεί η ερντογανική μετάλλαξη και η απειλή χρήσης του Προσφυγικού ως μέσου δολιοφθοράς εναντίον της ευρωπαϊκής σταθερότητας.

Κι όμως, αυτή η στρατηγική ταύτιση δεν αποτυπώθηκε στο ύφος του ταξιδιού του Σταϊνμάγερ –ούτε καν στο προστατευμένο περιβάλλον του σχολικού αμφιθεάτρου. Φρόντισε να δηλητηριάσει το κλίμα ο Δόκτωρ Σόιμπλε, που είναι πολύ έμπειρος για να μην μπορεί να υπολογίσει τον αντίκτυπο των νυγμών του για πιθανό Grexit. Φρόντισε ο υπουργός Εξωτερικών, που έχει αποδείξει ότι δεν δεσμεύεται ούτε καν από εθιμοτυπικούς καθωσπρεπισμούς. Φρόντισε και ο Πρωθυπουργός που βρήκε τη στιγμή κατάλληλη για να ενοχοποιήσει τη Γερμανία για τα «αδιέξοδα της Ευρώπης».

Μπορεί οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, ως σιαμαίος πλέον ιδεολογικός οργανισμός, να μην είναι έτοιμοι να συμφιλιωθούν με τη νέα διεθνή πραγματικότητα, αλλά η πραγματικότητα δεν αλλάζει: η Ελλάδα μένει μόνη με τη Γερμανία, ιδίως τώρα που η αμερικανική άμπωτη απειλεί να αφήσει ένα κενό ασφάλειας και πολιτικής ισχύος στην Ευρώπη.

Κι όμως, το εκκρεμές της κυβέρνησης εξακολουθεί να κινείται από τη ρεαλπολιτίκ στον αντιγερμανισμό με μεγάλη άνεση. Με την ίδια άνεση που ο Πρωθυπουργός καταγγέλλει τον «ακροδεξιό κίνδυνο» την ίδια ακριβώς στιγμή που οι βουλευτές του επιδίδονται σε εθνεγερτικό τουρισμό παρέα με τους χρυσαυγίτες.

Μήπως το Βερολίνο δεν είναι αμφίθυμο; Μήπως δεν συμπεριφέρεται ως απρόθυμη –και ολίγον ευθυνόφοβη –υπερδύναμη, που έχει την ισχύ αλλά όχι τη βούληση; Οχι πια. Οχι αν κρίνει κανείς από τον βαθμό της (ανομολόγητης) γερμανικής επίγνωσης για το πώς παράγεται η ελληνική εξωτερική πολιτική. Για το ποιοι κλωτσάνε το εκκρεμές της.