Τετριμμένο: όταν τις εθνικές πύλες απειλούν έκδηλοι κίνδυνοι (έως και με βίαιη διάρρηξη) και όταν οι εσωτερικές αντοχές τείνουν να εξαντληθούν, τότε η διακομματική συνεννόηση αποβαίνει εκ των πραγμάτων μονόδρομος. Με συνείδηση μείζονος αναγκαιότητος, έστω και πάνω στη βάση ελάσσονος ανοχής! Κατ’ ακρίβειαν αλληλοανοχής. Η οποία και μπορεί (και πρέπει) να μεταφρασθεί με όρους συναντιλήψεως. Και αμοιβαίας στηρίξεως στρατηγικών αποτροπής και τελικά σωστικής διεξόδου. Αν μη τι άλλο, στην έσχατη περίπτωση.

Το αυτονόητο δηλαδή. Και τόσο απλό, ώστε να φαίνεται αφελές. Και μάλλον είναι. Με τη διαφορά ότι: ακόμη και η κοινή λογική ακυρώνεται από τις δυναμικές των εν πολλοίς έωλων συνδρόμων! Τα οποία «στα καθ’ ημάς» συνιστούν διαχρονικά κυρίαρχο συντελεστή του πολιτικού γίγνεσθαι. Με προσδιοριστική επενέργεια. Και αδυσωπήτως αναπαραγόμενες παθογένειες. Αποτελώντας τη βασική αιτία κρίσιμων ολισθήσεων που συντελούνται. Και καταστροφών που προεικάζονται. Τα επίχειρα των οποίων και με μαθηματική βεβαιότητα εισπράττονται σε μέλλοντα χρόνο. Για να μεταβληθούν τελικά σε τραυματικό παρελθόν. Η ελληνική τραγωδία, ως αυτοτροφοδοτούμενη μεμψιμοιρία.

Και ακριβώς, το αυτονόητο δεν καταφέρνει ν’ αποβεί (εγκαίρως) μέρος των πολιτικών συσχετισμών και αντιλήψεων. Εκτοπίζεται από τα πάθη. Και παραγράφεται από τα λάθη. Με τις πολιτικές διαδικασίες και πρακτικές ν’ ακολουθούν με συνέπεια την πεπατημένη. Των ιδεοληψιών δηλαδή. Και τελικά των στεγανών και των περιχαρακώσεων. Που προκαλούν ανεπούλωτα τραύματα και συντηρούν αγεφύρωτα χάσματα.

Αποτέλεσμα: ο δάκτυλος του Ερντογάν όχι μόνον επισείεται απειλητικά (με τη βεβαιότητα ότι δεν θα συναντήσει τουλάχιστον υπολογίσιμες αντιδράσεις), αλλά και χωροθετεί με προσδιοριστική σαφήνεια περιοχές στην ελληνική επικράτεια τις οποίες ορέγεται! Και τις οποίες (προς το παρόν) εντάσσει απλώς στα «σύνορα της καρδιάς του». Μέχρι να του δοθούν οι ευκαιρίες (ή να του επιτρέψουν οι συγκυρίες) για υλοποίηση προσαρτησιακών ονειρώξεων. Τις οποίες όχι μόνο δεν αποκρύπτει, αλλά και μεταβάλλει σε υπόστρωμα (και πλαίσιο) ενός άκρως επικίνδυνου μεγαλοϊδεατισμού. Πρωτοφανές εθνικιστικό «ντοπάρισμα».Αφήνουμε τις άλλες παραμέτρους αυτών των νεοπαγών οιστρηλατήσεων. Οπως Κύπρο δηλαδή. Που κατά το ήμισυ ασπαίρει στις τουρκικές σιαγόνες. Οι οποίες ορέγονται και την υπόλοιπη. Κι αφήνουμε ακόμη και το (καθόλου συμπτωματικό) ανοητολόγο αλβανικό παραλήρημα. Με τη γλώσσα του Εντι Ράμα να σιελορροεί, αναμηρυκάζοντας έωλα όνειρα για Τσαμουριές. Νεκρανάσταση (και μάλλον βρικολάκιασμα) διά φληναφημάτων, τεθνεώτων γεωπολιτικών αμαρτημάτων.

Κοντά βεβαίως στα κακά, το ακόμη χειρότερο. Και στη χειρότερη ώρα: το χρεοκοπικό μας αδιέξοδο. Που βαίνει προς υποτροπή, αντί προς αποτροπή. Κι επιθυμητή κυρίως αναστροφή. Με όλους τους δείκτες να καθηλώνονται. Και με μόνους που ανακάμπτουν απερισπάστως, εκείνους των έως κι εμφυλιοπολεμικών συνδρόμων! Που λιπαίνουν και συντηρούν παραταξιακά στεγανά και ιδεοληπτικές περιχαρακώσεις. Οπόταν και είναι προβλεπτά τα παράγωγα. Καθώς: ως προς αυτά, τα πράγματα λειτουργούν πάντοτε με όρους απλών μαθηματικών. Και δυναμικές βεβαιότητος. Που μόνον εχέφρονες (και κυρίως γενναιόφρονες) μπορούν να διαχειρισθούν και ν’ αποπυροδοτήσουν.

Το έως και απλοϊκό λοιπόν «διά ταύτα»: Εάν σε τέτοιες οριακές στιγμές δεν μπορούμε «να τα βρούμε» (και τρωγόμαστε μετά και με την ησυχία μας!), πότε πρέπει να τα καταφέρουμε; Κι αυτό είναι προς εαυτούς ευθεία μομφή. Που εμπεριέχει δυνάμει το «δέον γενέσθαι». Που όλοι μεν κατανοούμε. Πλην και όλοι (σχεδόν) το περιθωριοποιούμε. Μένοντας σταθεροί στα ειωθότα: στείρους βερμπαλισμούς. Και φονικούς αφορισμούς.

Κατά τον «σκοτεινό» Ηράκλειτο: «Αξύνετοι ακούσαντες, κωφήσιν εοίκασιν».