Οι αγορές συναλλάγματος πολλές φορές μπορεί να γίνουν απρόβλεπτες. Στο πλαίσιο αυτό είναι δύσκολο να κρίνει κανείς ποιο είναι το σημείο ισορροπίας για την ισοτιμία της στερλίνας. Σήμερα η ισοτιμία της στερλίνας είναι 20% πιο χαμηλή σε σύγκριση με αυτήν που καταγραφόταν στις αγορές πριν από το δημοψήφισμα για το Brexit. Μια αισιόδοξη πρόβλεψη είναι ότι η υποχώρηση της στερλίνας δείχνει πως η οικονομία της Βρετανίας θα υποστεί μια αναδιάρθρωση που κρίνεται απαραίτητη για να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα της χώρας. Μια άλλη ερμηνεία είναι ότι η ισοτιμία μπορεί να υποχωρήσει ακόμη περισσότερο αντικατοπτρίζοντας μια απαισιοδοξία για τις μελλοντικές προοπτικές της ανάπτυξης της παραγωγικότητας της χώρας. Ολες αυτές οι εκτιμήσεις έχουν πολιτικές προεκτάσεις.

Καταρχήν οι βρετανοί πολιτικοί πρέπει να αναγνωρίσουν ότι η υποχώρηση της ισοτιμίας της στερλίνας βοηθά την οικονομία, αλλά δεν είναι αρκετή για να βελτιώσει τη θέση της Βρετανίας στον κόσμο και να συμβάλει στην αναδιάρθρωση της οικονομίας της. Δεύτερον, οι έντονες καθημερινές διακυμάνσεις της στερλίνας αντικατοπτρίζουν την εκτίμηση των αγορών ότι ένα σκληρό Brexit –κατά το οποίο η Βρετανία θα παραχωρήσει πρόσβαση στην ενιαία αγορά για να μειωθούν οι μεταναστευτικές ροές –θα επηρεάσει αρνητικά την ανάπτυξη της παραγωγικότητας. Εάν οι αγορές έχουν δίκιο τότε η μελλοντική ανάπτυξη της Βρετανίας θα εξαρτηθεί περισσότερο από πολιτικές αποφάσεις για ενίσχυση του εξωτερικού εμπορίου της χώρας. Τέλος, οι πολιτικοί θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτικοί ώστε να μην αφήσουν να εννοηθεί ότι θα υπάρξουν κι άλλες αλλαγές στη χάραξη της πολιτικής όσον αφορά την οικονομία της Βρετανίας. Ιδιαίτερα εάν υπάρξουν οποιεσδήποτε νέες απειλές προς την ανεξαρτησία της Τράπεζας της Αγγλίας, τότε μπορεί να προκληθεί αναστάτωση στις αγορές.

Ο Τζιμ Ο’Νιλ είναι πρώην πρόεδρος της Goldman Sachs Asset Management. Είναι επίτιμος καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ