Αύριο η Ανγκελα Μέρκελ θα ανακοινώσει επισήμως το εάν θα διεκδικήσει μια τέταρτη θητεία στην καγκελαρία της Γερμανίας, ηγούμενη εκ νέου του συνασπισμού των Χριστιανοδημοκρατών με τους Χριστιανοκοινωνιστές. Ολες οι ενδείξεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι θα είναι και πάλι υποψήφια. Πριν από έναν χρόνο τα πράγματα φαίνονταν διαφορετικά. Η προσφυγική κρίση βρισκόταν στο απόγειό της και η Μέρκελ, που υποστήριζε δημοσίως την ανάγκη υποδοχής ενός εκατομμυρίου μεταναστών στο εσωτερικό της Γερμανίας, εισέπραττε το πολιτικό κόστος αυτής της επιλογής. Κυρίως από τους ακραίους της AfD –της Εναλλακτικής για τη Γερμανία –που της έβγαιναν από δεξιά.

Ο Μπαράκ Ομπάμα δήλωσε, μετά τη συνάντησή του με την Αγκελα Μέρκελ, πως αν ήταν γερμανός πολίτης μάλλον θα την ψήφιζε. Πίσω από τις διπλωματικές αβρότητες και τα γλυκά λόγια του αποχαιρετισμού –για μια συνεργασία που δεν ήταν πάντοτε αγαστή -, η υποστήριξη του αμερικανού προέδρου στη Μέρκελ υποκρύπτει και τη συνειδητοποίηση της Δύσης ότι η γερμανίδα καγκελάριος έμεινε η μόνη ηγέτις ισχυρής χώρας στον πλανήτη που μπορεί να λειτουργήσει ως θεματοφύλακας των αρχών και των αξιών που πρεσβεύει ο δυτικός κόσμος. Το βρετανικό «Εκόνομιστ» σκιτσάρει στο εξώφυλλό του τα πρόσωπα του νέου πολιτικού εθνικισμού, τον Τραμπ, τον Πούτιν, τον Φάρατζ και τη Λεπέν, να χτυπούν τα τύμπανα του απομονωτισμού και τα μεγαλύτερα έντυπα της Δύσης παρουσιάζουν την επίσκεψη Ομπάμα στο Βερολίνο ως την αλλαγή σκυτάλης στην ηγεσία του παγκόσμιου φιλελευθερισμού.

Το ερώτημα είναι τι περιθώρια έχει η γερμανίδα καγκελάριος να παίξει αυτό τον ρόλο, τη στιγμή που στο εσωτερικό της Ευρώπης αντιμετωπίζει σοβαρές διαφωνίες. Τρανό παράδειγμα το Προσφυγικό: Δεν κατάφερε να επιβάλει μια ενιαία γραμμή αναλογικής κατανομής των προσφύγων στα ευρωπαϊκά κράτη, τη στιγμή που οι λαϊκιστές σε Βορρά και Νότο ενισχύουν τον εθνικισμό και τα φοβικά σύνδρομα των κοινωνιών τους. Κι έπειτα είναι πολύ πιο εύκολο να ηγείσαι της Ευρώπης έχοντας την ενεργό στήριξη των ΗΠΑ μέσω του ΝΑΤΟ και διαφορετικό να πρέπει να λειτουργήσεις στα αχαρτογράφητα νερά της προεδρίας Τραμπ, που μέχρι στιγμής εμφανίζεται ως κήρυκας του αμερικανικού απομονωτισμού.

Κι έπειτα, είναι κι η Ελλάδα: Με τον Ολάντ σε τροχιά αποχώρησης το επόμενο εξάμηνο και το πολιτικό μέλλον του Ρέντσι εξαιρετικά αβέβαιο –ελέω ιταλικού δημοψηφίσματος και δημοσκοπικής πρωτιάς του Γκρίλο -, η χώρα μας αποχαιρετά έναν έναν τους πιθανούς πολιτικούς συμμάχους στα ανοικτά της μέτωπα. Οχι πως αυτοί επηρέασαν δραματικά υπέρ των ελληνικών θέσεων, λειτούργησαν πάντως ως αντίβαρα σε κρίσιμες πολιτικά στιγμές. Και μένει να προσβλέπει στην καγκελάριο Μέρκελ τη μοναδική σταθερά σε ένα απόλυτα μεταβλητό σύστημα ηγεσιών για τη διασφάλιση της οικονονομικής και γεωπολιτικής της σταθερότητας. Ως σενάριο φαντάζει ειρωνικό και ίσως σαδιστικό. Ισως πάλι, μέσα στο απόλυτο σκοτάδι της νέας πραγματικότητας που αναδύεται, είναι και το μόνο ρεαλιστικό.