Στην ταινία «Κουρδιστό πορτοκάλι», ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ αποτύπωσε τη βία ως σαδιστική, μηδενιστική, βαθιά αντικοινωνική συμπεριφορά. Στον έκτο χρόνο του Μνημονίου, η βία –όχι στη σωματική αλλά στη λεκτική ή στην ψυχολογική εκδοχή της –είναι πλέον διάχυτη στην ελληνική πολιτική ζωή. Ο,τι ξεκίνησε στα τηλεοπτικά πλατό που μετατράπηκαν σε αρένα πολιτικών μονομαχιών έχει μεταφυτευθεί στη Βουλή. Η διαφορά είναι ότι στην τηλεόραση, έτσι όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, δεν υπήρξαν κανόνες –ο κοινοβουλευτισμός όμως αντανακλούσε μέχρι πρόσφατα τον Κανονισμό της Βουλής, το Σύνταγμα, το κράτος δικαίου. Αυτό δεν ισχύει πλέον. Ή μάλλον έχει περάσει σε δεύτερο πλάνο πίσω από τις ύβρεις και τις κραυγές.

Στην Ολομέλεια ή στις Επιτροπές, συμπεριφορές, φράσεις και συγκρούσεις κινούνται μεταξύ κατάχρησης εξουσίας, αντιποίησης αρχής ή, στην πιο λάιτ περίπτωση, καθαρής αυθαιρεσίας. Αν ενώπιον της Δικαιοσύνης ισχύουν σε όλα τα στάδια αυστηροί κανόνες που διέπουν τη διαδικασία αλλά και την ουσία, η ψευδοποινικοποίηση της πολιτικής δημιουργεί έναν σκουπιδότοπο όπου κυριαρχούν πρόσωπα με τα πολιτικά χαρακτηριστικά του ήρωα του Κιούμπρικ. Τα πρόσωπα αυτά προέρχονται από κόμματα στην περιφέρεια του πολιτικού συστήματος –ή βρίσκονται στην περιφέρεια των κομμάτων εξουσίας. Σε πολλές περιπτώσεις, πρόκειται για περιθωριακές φυσιογνωμίες που έχουν βρεθεί στη Βουλή λόγω της ανώμαλης κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει η χώρα από το 2010 και μετά. Το ότι όλοι αυτοί είναι δημοκρατικά εκλεγμένοι δεν σημαίνει κάτι: από τη Γερμανία του 1993 έως τη Γαλλία του 2017 όπου η Μαρίν Λεπέν βρίσκεται επί θύραις της προεδρίας, τα εκλογικά σώματα έχουν διαπράξει κατά καιρούς ολέθρια ιστορικά λάθη σύμφωνα με τα πολιτικά πάθη τους.

Οπως πάντα, όμως, το πρόβλημα ξεκινάει από το κέντρο του συστήματος. Από την ορίτζιναλ Δημοκρατία της Βαϊμάρης έως μια ενδεχόμενη Βαϊμάρη του Σαρωνικού, είναι τα παραδοσιακά κόμματα που ξέφυγαν πρώτα στα άκρα –για να ανοίξουν τον δρόμο στους γνήσιους ακραίους που αυτοί ξέρουν πώς γίνονται σωστά αυτές οι δουλειές. Τα κόμματα εξουσίας είναι που δίνουν τον τόνο. Και από την άποψη αυτή οι ευθύνες του ΣΥΡΙΖΑ από τον Ιανουάριο του 2015, όταν έγινε κυβέρνηση, είναι μεγάλες. Αφορούν την επιλογή συμμάχων και προσώπων αλλά και την πολιτική νομιμοποίηση ακραίων πρακτικών με θέατρο τη Βουλή των Ελλήνων.

Πού οδηγούν όλα αυτά; Ολα αυτά οδηγούν σε ένα κρίσιμο σημείο. Το σημείο όπου ο υγιής ιστός, πολιτικός ή θεσμικός, αντιδρά. Ας δούμε δύο εκδοχές με πεδίο αναφοράς πέραν του Ατλαντικού.

Εκδοχή πρώτη: η Αμερική του ’50 υπέστη τον βαθύ τραυματισμό του μακαρθισμού –ώσπου ο Αϊζενχάουερ στον Λευκό Οίκο και οι Ρεπουμπλικανοί πρώτα περιόρισαν και μετά συνέθλιψαν πολιτικά τον γερουσιαστή από το Γουισκόνσιν. Από αυτόν τον πολιτικό χώρο είχε ξεπεταχτεί άλλωστε, διαστρεβλώνοντας τις ιδέες και τις πρακτικές του. Το συμπέρασμα είναι ότι μόνο ένα κόμμα εξουσίας μπορεί να ελέγξει τους ακραίους στις παρυφές του. Οι ακραίοι της Βουλής, ας πούμε, πήραν φόρα λόγω του κλίματος που δημιούργησε ο ΣΥΡΙΖΑ. Δεν έχουν στραφεί ακόμη εναντίον του –όπως έκανε ο Μακάρθι με τον Αϊζενχάουερ. Αλλά κάποια στιγμή αυτό θα γίνει –αφού αυτή είναι η λογική του πολιτικού κανιβαλισμού.

Εκδοχή δεύτερη: Η αντίσταση των ΜΜΕ αλλά και της αμερικανικής Δικαιοσύνης στην εκτροπή του Νίξον στο Γουότεργκεϊτ το ’72. Εν προκειμένω αποδεικνύεται πως οι θεσμοί μπορούν επαναφέρουν την τάξη και τις ισορροπίες στο πολίτευμα. Αυτό συνήθως προκύπτει όταν οι παραβατικές συμπεριφορές της πολιτικής εξουσίας ξεπερνούν κάθε όριο.

Αυτές οι δυνατότητες υπάρχουν στις δημοκρατίες. Η εκτροπή ελέγχεται πολιτικά ή θεσμικά. Υπενθυμίζεται ότι, παραμένοντας εντός Ευρωπαϊκής Ενωσης, η Ελλάδα δεν θα πάψει ποτέ να διατηρεί τον σκληρό και βασικό πυρήνα των λειτουργιών του δημοκρατικού πολιτεύματος. Αρα με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, αργά ή γρήγορα, το πρόβλημα θα λυθεί. Ακόμη και το κουρδιστό πορτοκάλι σαπίζει.