Στην ταινία «Ο γόης» του 1969 ο Κώστας Βουτσάς υποδύεται έναν φτωχό νέο που παριστάνει τον εκατομμυριούχο. Νοικιάζει ένα εντυπωσιακό σπίτι και βάζει την αδελφή τού κολλητού του να κάνει την υπηρέτρια. Και για να νιώσει αλλά και να πείσει πόσο πλούσιος είναι, εξαντλεί το ρεπερτόριό του στο περίφημο «Κατίνα, σαλαμάκι» που έγινε μία από τις πιο αγαπημένες ατάκες του ελληνικού κινηματογράφου. Κάνει γκάφες, ξεχνιέται, κινδυνεύει να αποκαλυφθεί αλλά την κρίσιμη στιγμή ένα «Κατίνα, σαλαμάκι» θεωρεί ότι αρκεί για να σώσει την κατάσταση αφού σε εκείνη την τόσο κοντινή αλλά και τόσο μακρινή εποχή το σαλάμι ήταν είδος διατροφικής πολυτέλειας.

Τη γραφικότητα που έγκειται στην επανάληψη της ατάκας του Βουτσά, χωρίς βεβαίως την επένδυση του χιούμορ και της οικονομίας του σεναρίου του Δαλιανίδη, έχει πλέον αποκτήσει η εμμονική αναφορά από τους βουλευτές της συμπολίτευσης στα «βοθροκάναλα» και στα «διαπλεκόμενα ΜΜΕ». Ετσι οι κομματικοί νεολαίοι οι οποίοι στο λιμάνι της Αίγινας μοίραζαν στους εκδρομείς του τριημέρου, άμα τη αφίξει, οκτασέλιδο φυλλάδιο με τις υποτιθέμενες επιτυχίες της κυβέρνησης που στο εξώφυλλό του δύο ασώματα πόδια προσπερνούν μια τηλεόραση (μοντέλο 1969 με στρουμπουλή οθόνη και τεράστια κουμπιά) μου φάνηκε, μέσα στον καύσωνα, σαν να φώναζαν «Κατίνα, σαλαμάκι». Εντάξει, το εμπεδώσαμε ποιοι ονειρεύονται μια χώρα με απολύτως ελεγχόμενα μέσα ενημέρωσης αλλά το 2016, σε αντίθεση με το 1969, ούτε το σαλάμι –αυτό βέβαια παίζεται –ούτε η διατύπωση αντίθετης άποψης ούτε η κριτική στην εξουσία είναι πολυτέλεια. Γι’ αυτό και τέτοιας ποιότητας προπαγάνδα ακούγεται πλέον ως παρωχημένη γραφικότητα.