Το λιγότερο 85 χρόνια χωρίζουν το τρυφερό – όσο επιτρέπει η περιρρέουσα ατμόσφαιρα – και εξαίρετο κείμενο του πεζογράφου Νικόλα Σεβαστάκη «Οταν φεύγει το πλοίο» από το ποίημα του αλησμόνητου Αλέξανδρου Μπράρα «Τα εσπέρια». Με τους ακροτελεύτιους στίχους «Κι ίσως δεν είναι πλοίο / ίσως είναι το παν που φεύγει/ όλα που φεύγουν – Ολα» προφητικά να υπαινίσσονται ανθρώπινες υπάρξεις όπως ευθέως αναφέρεται σε αυτές ο δημιουργός του «Αντρας που πέφτει». Πέφτω κατά καιρούς σε φωτογραφίες πλοίων που τα ονόματά τους, περισσότερο και από την όψη τους, έχουν χαραχτεί σε μια γωνιά της μνήμης μου. Είναι αυτά τα καράβια που υπήρξαν σχεδόν πάντοτε κάτι περισσότερο από «μέσα μεταφοράς» και «θαλάσσιες συγκοινωνίες». Στο πέρασμα του χρόνου απέκτησαν αλλόκοτες διαστάσεις, έγιναν προεκτάσεις των νησιών και ξεπροβάλλουν ακόμα στα όνειρα.
Να, για παράδειγμα, το «Μυρτιδιώτισσα». Ναυπηγημένο στη Σκωτία με το όνομα «Lochness» το 1929, βρέθηκε στο ιταλικό νηολόγιο και έπειτα στη γραμμή της Πελοποννήσου και των Κυθήρων. Mαύρο σκαρί με κίτρινο-λευκό φουγάρο.
Το «Μυρτιδιώτισσα» όργωσε όμως και την Παροναξία, το Ικάριο και τη θάλασσα της Σάμου. Ηταν από τα εμβληματικά βαπόρια της κακοκαιρίας. Δεν μπορώ να το φανταστώ στις μπουνάτσες και σε κείνον τον χίπικο πρωτο-τουρισμό των Ιουλίων που ανακάλυψε τα δικά μας ανατολικά νησιά κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ’70.
Τότε όλα τα καράβια σφύριζαν με το παραμικρό. Χαιρετούσαν τα σπίτια κατά μήκος της ακτογραμμής ή τα μικρότερα πλεούμενα. Οσο εσωστρεφές και αν ήταν το βαπόρι, όσο και αν έμοιαζε να μη θέλει και πολλά πολλά, για μας ήταν ένα φιλικός αντιχαιρετισμός.
Τα πλοία έμεναν για λίγο ή και για κάποια χρόνια στην ίδια γραμμή. Συνήθως περνώντας από Σύρο, Τήνο, Αγιο Κήρυκο ή Εύδηλο. Λίγοι όμως ήταν αυτοί που ήξεραν λεπτομέρειες από την προηγούμενη και την κατοπινή πορεία του πλοίου ώς το διαλυτήριο. Κάποιοι από το πλήρωμα ήταν από τα δικά μας μέρη, αλλά δεν θυμάμαι να πολυμιλούσαν για την προϊστορία του καραβιού. Ισως γιατί τότε, τα λεγόμενα «παλιά χρόνια», δεν μας ασκούσαν ιδιαίτερη γοητεία αφού όλοι ζούσαμε εντονότερα την υπόθεση του μέλλοντος, την προσμονή του καινούργιου. Το παρελθόν ήταν κατά κανόνα το φορτίο των στενόχωρων χρόνων. Τα «παλιά» έφερναν τους πολέμους και την αθλιότητα της ξυπολησιάς. Για τις πιο ευκατάστατες οικογένειες, το παρελθόν ήταν ένας κομψός ψηλός πύργος από όπου έπεσαν και τις περισσότερες φορές τσακίστηκαν μεταπολεμικά. Τα καράβια όμως, ακόμη και εκείνη η δύσθυμη και άγαρμπη «Μυρτιδιώτισσα», ήταν με την πλευρά της ανανέωσης και της προόδου. Και στα δικά μας παιδικά μάτια οι ναυτικοί ήταν οι πιο μοντέρνοι άνθρωποι. Ακόμα και αν τους γνωρίζαμε στα ποστάλια της γραμμής, οι περισσότεροι είχαν προλάβει να φτάσουν τόσο μακριά ώς το Βαλπαραΐζο της Χιλής ή το Σαν Φρανσίσκο. Κάπνιζαν ακριβά αρωματικά τσιγάρα που τα είχαν σε κούτες και αγόραζαν μηχανές μεγάλου κυβισμού: μια Χόντα εφτακόσια πενήντα ή μια περήφανη Ducatti. Υστερα έπιναν μπακάρντι με κόκα κόλα και «κούμπα λίμπρε», μιλώντας για κοπέλες με φακίδες που τις είχαν συναντήσει σε ένα νορβηγικό λιμάνι ή περιγράφοντας τις νύχτες του Πειραιά, όπου είχαν τις άκρες τους στα κατάλληλα μπαρ. Οι πιο νέοι, δεκαοχτώ ή είκοσι χρονών, ήθελαν να φαίνονται ύποπτα μαγκάκια, αλλά οι περισσότεροι ήταν οικογενειάρχες που έκαναν κήρυγμα για όσα απειλούσαν τα ήθη στους καιρούς μας. Αφηναν ένα – δυο αναστεναγμούς για κάποιες αταξίες τους στα πρώτα άγουρα μπάρκα αλλά μέχρις εκεί. Γύρευαν να μας νουθετήσουν με τη συντηρητική σοφία της εμπειρίας τους.
Τα ονόματα των καραβιών είχαν μια παράδοξη αντιστοιχία με τη μορφή και τη «συμπεριφορά» τους. Τα ένδοξα «Κανάρης», «Καραϊσκάκης» και «Μιαούλης». Και τρία, τουλάχιστον, ωραία γυναικεία ονόματα: «Μιμίκα», «Μαριλένα», «Δέσποινα».
Θα μπορούσε να πιστέψει κανείς ότι αυτή η εναλλαγή αγωνιστικών και ηδονικών ονομάτων είχε ένα δικό της κρυφό νόημα. Από τη μια η πολεμική καταγωγή και από την άλλη ο ειρηνικός προορισμός και οι χαρές μιας πιο ελεύθερης ζωής. Ετσι μπορούσες να φανταστείς το πέρασμα από τους οπλαρχηγούς της εθνεγερσίας σε κάποια Μαριλένα που την πήρε το μάτι σου να παίζει στην άλλη γειτονιά ή στη Δέσποινα, το ωραίο κορίτσι της έκτης. Τα ονόματα των κοριτσιών θα αποδεικνύονταν με τον καιρό σημαντικότερα από τα επιφανή ονόματα, αυτό όμως θα το παραδεχόσουν πολύ αργότερα.
Στη μεγάλη φουρτούνα ένιωθες την αλήθεια του κάθε καραβιού. Το πώς αντιδρούσε σαν ζωντανός οργανισμός στις ακατάβλητες επιθέσεις των κυμάτων. Το αν κατόρθωνε να διατηρήσει στοιχειώδη αξιοπρέπεια ή αν η καρίνα βυθιζόταν τρέμοντας και τρίζοντας. Τότε άρχιζαν τα παρακάλια στον Θεό και τα πρόσωπα των επιβατών γίνονταν χλωμά. Κανείς όμως δεν μπορούσε να προβλέψει πώς θα φερθεί ένα καράβι και ας κυκλοφορούσαν πάντα τα τεμπέλικα στερεότυπα του σκυλοπνίχτη και του καλοτάξιδου. Το πιο άθλιο ποστάλι μπορούσε να δείξει θηριώδεις αντοχές και να σταθεί παλικαρίσια. Μέσα από την ξινισμένη βρωμιά του «σαλονιού» του, να επιδείξει απροσδόκητη γενναιότητα.
Με την απόσταση των χρόνων είμαι σχεδόν βέβαιος πως παρεξηγήσαμε τα δύστροπα και μονόχνοτα καράβια. Οι εύφημες μνείες δίνονταν στα καθαρά και περιποιημένα της γραμμής. Οπως συμβαίνει και με τους ανθρώπους, σκληρές και ισοπεδωτικές κρίσεις ορίζουν συνήθως την υστεροφημία των καραβιών.
Και η θάλασσα; Εκείνα τα νερά όπου θα γράψουν τις ιστορίες τους η «Μυρτιδιώτισσα», η «Μιμίκα», ο «Κανάρης»; Ενα μόνο μπορώ να πω γι’ αυτήν: οι άγριοι βοριάδες των δέκα μποφόρ δεν κατάφεραν να μεταμορφώσουν αυτή τη θάλασσα σε κάτι κακό. Αργότερα μόνο, όταν θα συμβεί το ναυάγιο του «Σαμίνα», το πέλαγος θα φανερώσει τις τρομακτικές του δυνάμεις. Πού να φανταστεί όμως κανείς τότε τις ημέρες και τις νύχτες των σημερινών προσφύγων; Πώς να προβλέψει ένα κοιμητήριο στη θάλασσα, ένα πέλαγος που επιστρέφει στους σκοτεινούς αιώνες; Τους ικέτες, τις βάρκες-φαντάσματα, τις ανώνυμες ταφές; Και αυτούς τους πορτοκαλί σωρούς των σωσιβίων που γίνονται δρώμενα καλλιτεχνικά;
Ανάμεσα στο τότε και στο τώρα σαν να μεσολάβησαν διαφορετικές θάλασσες και εποχές. Η Ιστορία προχωράει, όμως και αυτή ποτέ δεν ήταν καλοτάξιδη παρά μόνο για τους εκάστοτε νικητές της.