Οταν το 1973 το Ηνωμένο Βασίλειο εντάχθηκε στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα ήταν επιφυλακτικό απέναντι στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Το ερώτημα που τίθεται από το επερχόμενο δημοψήφισμα στο Ηνωμένο Βασίλειο για την παραμονή του στην ΕΕ είναι αν η χώρα αυτή βρίσκεται στο εμπροσθοφυλακή της ευρωπαϊκής αποσύνθεσης. Το ερώτημα έχει να κάνει λιγότερο με την ασήμαντη συμφωνία που πέτυχε ο βρετανός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον με τους ευρωπαίους εταίρους του. Γιατί είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι αυτή η συμφωνία θα καθορίσει τη μοιραία επιλογή του Ιουνίου. Το βασικό ερώτημα είναι εάν η παραμονή στην ΕΕ έχει τέτοια οφέλη που υποσκελίζουν την απώλεια την εθνικής κυριαρχίας.

Αυτό δεν είναι ένα θέμα που αφορά μόνο τη Βρετανία. Το θέμα, ωστόσο, είναι δύσκολο και για πολλούς στην ΕΕ επειδή η Ευρώπη είναι συναισθηματικά φορτισμένη. Μόνο στη Βρετανία θα μπορούσε ένας υπουργός από το ίδιο κόμμα που οδήγησε τη χώρα του στην ΕΕ να ζητάει την έξοδό της. Κανένας πολιτικός στη Γερμανία, στη Γαλλία ή την Ισπανία δεν θα τολμούσε να εκφραστεί ανοικτά σε αυτό το ζήτημα. Το ερώτημα, ωστόσο, δεν μπορεί να αγνοηθεί. Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, μεγάλα τμήματα της κοινής γνώμης είναι δυσαρεστημένα με την ΕΕ ενώ ελκύονται όλο και περισσότερο από την εθνικιστική ρητορική. Για να ανταποκριθούν σε αυτήν τη μεταστροφή πολλοί πολιτικοί δηλώνουν ευρωπαϊστές στα λόγια ενώ προωθούν το στενό εθνικό συμφέρον. Αυτή η αντιφατική –και πολλές φορές απλώς κυνική –στάση έχει φέρει την Ευρώπη σε μια δυσάρεστη ισορροπία: δεν μπορεί να προχωρήσει μπροστά, δεν μπορεί να γυρίσει πίσω, με αποτέλεσμα να μην ικανοποιεί κανέναν.

Το μόνο που ελπίζει κανείς είναι η συζήτηση για την παραμονή στην ΕΕ να είναι αρκετά έντιμη ώστε να αντλήσουν διδάγματα όλοι από αυτήν. Ιδιαιτέρως τα οικονομικά οφέλη από την παραμονή στην ΕΕ είναι ένα ζήτημα που απαιτεί σοβαρή συζήτηση. Η ένταξη στην ΕΕ είναι σαν να μοιράζεσαι ένα διαμέρισμα: μειώνεις το κόστος διαβίωσης αλλά πρέπει να προσαρμοστείς στις συνήθειες των συγκατοίκων σου. Στην Ευρώπη σήμερα οι συνήθειες είναι πολύ λιγότερο διαφορετικές απ’ ό,τι ήταν πριν από μερικές δεκαετίες. Η πρώην πρωθυπουργός της Βρετανίας Μάργκαρετ Θάτσερ και ο πρώην πρόεδρος της Γαλλίας Φρανσουά Μιτεράν είχαν πολύ περισσότερες ιδεολογικές διαφορές από τους σημερινούς διαδόχους τους. Οι Βρετανοί βέβαια παραμένουν πιο δεμένοι με την ελεύθερη αγορά από τους Γάλλους. Το χάσμα που τους χωρίζει όμως έχει γίνει πολύ μικρότερο. Το συμπέρασμα είναι ότι δεν υπάρχει μια πραγματολογική βάση για να ισχυριστεί κανείς ότι έχουμε γίνει πιο δυστυχισμένοι συγκάτοικοι σε σχέση με το 1980.

Η πρώτη κυβέρνηση Κάμερον ζήτησε το 2012 να διαπιστωθεί ποια ζητήματα θα έπρεπε να είναι βρετανικής αρμοδιότητας και ποια ευρωπαϊκής. Μια δημόσια διαβούλευση και 32 εκθέσεις αργότερα το συμπέρασμα ήταν ότι δεν υπήρχαν σημαντικές αρμοδιότητες που θα έπρεπε να περάσουν από την ευρωπαϊκή στη βρετανική δικαιοδοσία. Ισως γι’ αυτόν τον λόγο οι θιασώτες του Brexit θέλουν να μην υπάρχει άλλος στο τραπέζι. Γιατί να διαπραγματεύονται με τους εταίρους τους όταν μπορούν να κλείνουν εμπορικές συμφωνίες με ολόκληρο τον κόσμο; Δεν υπάρχουν μικρές, ανοικτές οικονομίες που ευημερούν όπως αυτή της Σιγκαπούρης; Προκύπτουν όμως σοβαρές ενστάσεις σε αυτήν την επιχειρηματολογία. Κατ’ αρχάς, το ελεύθερο εμπόριο αρκεί για να πουλάς μπλουζάκια, αλλά το εμπόριο υπηρεσιών για να λειτουργήσει απαιτεί λεπτομερές νομοθετικό πλαίσιο και θεσμούς. Χωρίς αυτά τα εργαλεία δεν μπορεί να εμπορευτεί κανείς χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες ή υπηρεσίες υγείας.

Η άποψη, επομένως, ότι το μόνο που χρειάζεται είναι να περιοριστούν οι φόροι και η γραφειοκρατία αποτελεί καθαρή επιστημονική φαντασία. Η Βρετανία που είναι ισχυρή στις υπηρεσίες χρειάζεται το θεσμικό πλαίσιο της ενιαίας αγοράς της ΕΕ περισσότερο, ας πούμε, από την Πολωνία, η οποία είναι πιο ισχυρή στη σφαίρα των προϊόντων. Δεύτερον, το παγκόσμιο πλαίσιο εμπορίου έχει σοβαρά προβλήματα. Ο Κύκλος της Ουρουγουάης, η τελευταία παγκόσμια συμφωνία για το εμπόριο, ολοκληρώθηκε το 1994. Ο υποτιθέμενος διάδοχός του, ο Κύκλος Ανάπτυξης της Ντόχα, δεν έχει ολοκληρωθεί και πιθανότατα δεν θα ολοκληρωθεί ποτέ. Το παγκόσμιο εμπόριο εξαρτάται όλο και περισσότερο από διμερείς ή περιφερειακές συμφωνίες. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου σήμερα βρίσκονται σε ισχύ 267 τέτοιες συμφωνίες, ενώ στις 49 από αυτές εμπλέκεται η ΕΕ. Αντίθετα με την κοινή πεποίθηση, η παγκοσμιοποίηση δεν έχει εξουδετερώσει τις περιφερειακές συμφωνίες. Αντίθετα, συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με αυτές.

Παρά τις αδυναμίες της, η Ευρωπαϊκή Ενωση είναι ένας μεγάλος οικονομικός παίκτης με μεγαλύτερη επιρροή από αυτήν που της αναγνωρίζουν. Τότε γιατί τίθεται θέμα αποχώρησης από την ΕΕ; Εν μέρει επειδή η ενωμένη Ευρώπη έχει απογοητεύσει. Αυτός, όμως, είναι ένας λόγος για να τη μεταρρυθμίσει κανείς, όχι να την εγκαταλείψει. Και εν μέρει, επειδή η υπερεθνική δημοκρατία δεν λειτουργεί σωστά. Η απάντηση, όμως, δεν είναι τα παρατήσει κανείς αλλά να δουλέψει πάνω σε αυτό.

Ο Ζαν Πιζανί – Φερί είναι οικονομολόγος. Στα ελληνικά έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο του «Η αφύπνιση των δαιμόνων» από τις εκδόσεις Πόλις