Η επιστροφή σε ασφαλείς λιμένες είναι το μεγάλο στοίχημα που καλούνται να κερδίσουν οι ελληνικές τράπεζες το 2016. Επειτα από μια ταραχώδη χρονιά, το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα αναζητεί εκ νέου στηρίξεις.

Προς αυτή την κατεύθυνση, η επιτυχής ανακεφαλαιοποίηση σε συνδυασμό με την πώληση περιουσιακών στοιχείων έχει δημιουργήσει ένα ιδιαίτερα σημαντικό κεφαλαιακό μαξιλάρι. Εν τούτοις, τα δομικά προβλήματα παραμένουν: τα επισφαλή δάνεια ξεπερνούν τα 100 δισ. ευρώ ενώ ταυτόχρονα οι τράπεζες παραμένουν αποκλεισμένες από τη διατραπεζική αγορά όσο και τον μακροχρόνιο δανεισμό της ΕΚΤ.

Κοινός τόπος μεταξύ των τραπεζιτών είναι πως τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αποτελούν την πρώτη προτεραιότητα. Η ψήφιση των σχετικών νόμων τούς δίνει τα εργαλεία που χρειάζονται, τόσο στην επιχειρηματική όσο και στη στεγαστική πίστη. Την ίδια ώρα, η δυνατότητα συνδιαχείρισης δανείων με ξένα funds και η επανεκκίνηση των πλειστηριασμών λειτουργούν ως μοχλός πίεσης προς τους στρατηγικούς κακοπληρωτές.

Υπό αυτές τις συνθήκες, εκτιμάται πως σε ένα ποσοστό έως και 20% των καθυστερούμενων δανείων οι πελάτες θα σπεύσουν να διαπραγματευθούν με την τράπεζα, προκειμένου να μη χάσουν το σπίτι ή την επιχείρησή τους. Αυτό σημαίνει ότι από την εξίσωση θα αφαιρεθούν έως και 20 δισ. επισφαλειών.

Οσο για τα υπόλοιπα δάνεια, εκεί οι τράπεζες καλούνται να ξεχωρίσουν την «ήρα από το στάρι». Δηλαδή να μη στραγγαλίσουν όποιες επιχειρήσεις μπορούν να επιβιώσουν, αλλά και να δώσουν τέλος σε χορηγήσεις που έχουν μετατραπεί σε βαρέλι δίχως πάτο.

Παράλληλα, το δεύτερο ζητούμενο είναι η απεξάρτηση από τον ELA και η εκ νέου πρόσβαση στα προγράμματα μακροχρόνιας ρευστότητας της ΕΚΤ. Ηδη η ΕΚΤ έχει ανοίξει τον δρόμο, όμως το πράσινο φως περνά από τον πολιτικό στίβο και συγκεκριμένα από την αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας.

Και βέβαια, διακαής πόθος είναι η ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Εφόσον αυτό γίνει πράξη, όχι μόνο θα βελτιωθεί σημαντικά η χρηματοοικονομική εικόνα των τραπεζών αλλά θα αποτελέσει και ευρύτερη «ψήφο εμπιστοσύνης» για την εγχώρια οικονομία.